Anonymous

διαρροιζέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_1)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαρροιζέω''': [[διέρχομαι]] [[μετὰ]] συριγμοῦ, διερροίζησε στέρνων [ὁ ἰός] Σοφ. Τρ. 568.
|lstext='''διαρροιζέω''': [[διέρχομαι]] [[μετὰ]] συριγμοῦ, διερροίζησε στέρνων [ὁ ἰός] Σοφ. Τρ. 568.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>ao. 3ᵉ sg.</i> διερροίζησε;<br />traverser en sifflant, gén..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ῥοιζέω]].
}}
}}