Anonymous

διασταθμάομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διασταθμάομαι''': ἀποθ., διακανονίζω, [[ῥυθμίζω]], αἰνῶ δ’ ὃς βίστον… θεῶν διεσταθμήσατο Εὐρ. Ἱκέτ. 201΅
|lstext='''διασταθμάομαι''': ἀποθ., διακανονίζω, [[ῥυθμίζω]], αἰνῶ δ’ ὃς βίστον… θεῶν διεσταθμήσατο Εὐρ. Ἱκέτ. 201΅
}}
{{bailly
|btext=-ῶμαι;<br />disposer, régler.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[σταθμάω]].
}}
}}