Anonymous

διασχίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_3)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διασχίζω''': [[σχίζω]] εἰς δύο, [[διαχωρίζω]], διχοτομῶ, ἱστία δε [[σφιν]]… διέσχισεν ἲς ἀνέμοιο Ὀδ. Ι. 71· ἐάν τις ἓν δ. Πλάτ. Φαίδων 97Α, κτλ.· - παθ, κόπτομαι εἰς δύο, [[νεῦρα]] διεσχίσθη Ἰλ. ΙΙ. 316· [[θοἰμάτιον]] δ. Πλάτ. Γοργ. 469D· ἐπὶ στρατιωτῶν. χωρίζομαι, ἀποχωρίζομαι, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 13· ἀπροσ., τούτοις διέσχισται, ὑπάρχει [[διάσχισμα]], Ἀριστ. π. Ἀναπν. 9, 2.
|lstext='''διασχίζω''': [[σχίζω]] εἰς δύο, [[διαχωρίζω]], διχοτομῶ, ἱστία δε [[σφιν]]… διέσχισεν ἲς ἀνέμοιο Ὀδ. Ι. 71· ἐάν τις ἓν δ. Πλάτ. Φαίδων 97Α, κτλ.· - παθ, κόπτομαι εἰς δύο, [[νεῦρα]] διεσχίσθη Ἰλ. ΙΙ. 316· [[θοἰμάτιον]] δ. Πλάτ. Γοργ. 469D· ἐπὶ στρατιωτῶν. χωρίζομαι, ἀποχωρίζομαι, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 13· ἀπροσ., τούτοις διέσχισται, ὑπάρχει [[διάσχισμα]], Ἀριστ. π. Ἀναπν. 9, 2.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> διέσχισα;<br /><b>1</b> fendre ; <i>Pass.</i> être fendu, être déchiré;<br /><b>2</b> séparer, écarter ; <i>Pass.</i> être séparé (par une route), <i>en parl. de troupes</i>.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[σχίζω]].
}}
}}