Anonymous

διαμηχανάομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαμηχᾰνάομαι''': ἀποθ., [[ἐφευρίσκω]], κατορθώνω, ἐπινοῶ, δ. [[ὅπως]]… Ἀριστοφ. Ἱππ. 917˙ μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Πλάτ. Συμπ. 179D.
|lstext='''διαμηχᾰνάομαι''': ἀποθ., [[ἐφευρίσκω]], κατορθώνω, ἐπινοῶ, δ. [[ὅπως]]… Ἀριστοφ. Ἱππ. 917˙ μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Πλάτ. Συμπ. 179D.
}}
{{bailly
|btext=-ῶμαι;<br />essayer par toutes sortes de moyens.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[μηχανάω]].
}}
}}