Anonymous

διακύπτω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_14)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διακύπτω''': μέλλ. -ψω, [[κύπτω]] καὶ [[διέρχομαι]] διὰ μέσου στενοῦ τόπου, Ἡρόδ. 3.145, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 930. 2) [[κύπτω]] [[ὥστε]] να ἴδω, Ἀριστοφ. Εἰρ. 78· διὰ τῆς κεραμίδος Δίφιλ. Χρυσ. 1· δ. [[πρός]] τι, διεισδύομαι εἴς τι διὰ τῶν ὀφθαλμῶν, ἐρευνῶ, Ξεν. Κύρ. 3.3, 66.
|lstext='''διακύπτω''': μέλλ. -ψω, [[κύπτω]] καὶ [[διέρχομαι]] διὰ μέσου στενοῦ τόπου, Ἡρόδ. 3.145, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 930. 2) [[κύπτω]] [[ὥστε]] να ἴδω, Ἀριστοφ. Εἰρ. 78· διὰ τῆς κεραμίδος Δίφιλ. Χρυσ. 1· δ. [[πρός]] τι, διεισδύομαι εἴς τι διὰ τῶν ὀφθαλμῶν, ἐρευνῶ, Ξεν. Κύρ. 3.3, 66.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> se pencher à travers une ouverture pour regarder;<br /><b>2</b> se pencher comme pour regarder à travers.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[κύπτω]].
}}
}}