Anonymous

διάχυσις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_8)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διάχῠσις''': -εως, ἡ, ([[διαχέω]]) [[ἔκχυσις]], διασκόρπισμα, Πλάτ. Κρατ. 419C· δ. λιμνώδη [[λαμβάνω]], ἐκτείνομαι, ἐξαπλοῦμαι ὡς [[λίμνη]], Πλούτ. Μαρ. 27. 2) [[ἔκχυσις]], [[ἀπώλεια]], σπέρματος Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 4. 4, 7. ΙΙ. [[διάλυσις]], ἀντίθ. [[πῆξις]], Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 5, 2. ΙΙΙ. διασκέδασις, [[εὐθυμία]], Πλούτ. Κάτ. Ν. 46.
|lstext='''διάχῠσις''': -εως, ἡ, ([[διαχέω]]) [[ἔκχυσις]], διασκόρπισμα, Πλάτ. Κρατ. 419C· δ. λιμνώδη [[λαμβάνω]], ἐκτείνομαι, ἐξαπλοῦμαι ὡς [[λίμνη]], Πλούτ. Μαρ. 27. 2) [[ἔκχυσις]], [[ἀπώλεια]], σπέρματος Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 4. 4, 7. ΙΙ. [[διάλυσις]], ἀντίθ. [[πῆξις]], Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 5, 2. ΙΙΙ. διασκέδασις, [[εὐθυμία]], Πλούτ. Κάτ. Ν. 46.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action d’épancher, de répandre, diffusion;<br /><b>2</b> action de se répandre <i>en parl. d’un fleuve ; fig.</i> effusion de joie, épanouissement de l’âme.<br />'''Étymologie:''' [[διαχέω]].
}}
}}