3,277,121
edits
(6_13a) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διασπάω''': μέλλ. -σπάσομαι [ᾰ] Ἀριστοφ. Βατρ. 477, Ἐκκλ. 1076, ἀλλ᾿ [[ὡσαύτως]] -σπάσω Ἡρόδ. 7. 236· ἀόρ. -έσπᾰσα, ἀλλ᾿ [[ὡσαύτως]] -εσπασάμην Εὐρ. Ἑκ. 1126, Βάκχ. 339. ‒ Παθ., ἀόρ. -εσπάσθην, πρκμ. -έσπασμαι. Διαχωρίζω [[μετὰ]] βίας, μεθ᾿ ὁρμῆς, Λατ. divellere, τοὺς ἄνδρας κρεουργηδὸν δ. Ἡρόδ. 3. 13, πρβλ. 7. 236, Εὐρ. καὶ Ἀριστοφ. ἔνθ᾿ ἀνωτ., κτλ.· ἐμὲ καὶ τὸν ἄνδρα δ. Ξεν. Κύρ. 6. 1. 45· δ. τὸ [[σταύρωμα]], [[κατακρημνίζω]] ἢ [[διασχίζω]], [[καταστρέφω]], ὁ αὐτ. Ἑλλ. 4. 4, 10· δ. τὴν γέφυραν, τὸ [[ἔδαφος]] Πολύβ. 6. 55, 1, Πλούτ. Καμίλλ. 5, κτλ. ‒ Παθ., τὸ Ἀττικὸν [[ἔθνος]]… διεσπασμένον Ἡρόδ. 1. 59· μόνον οὐ διεσπάσθην Δημ. 58. 8· δ. ἀπὸ τῶν φίλων, ἀποσπῶμαι ἀπὸ τῶν…, Ἀριστ. Ρητ. 2. 8, 10. 2) ἐπὶ στρατιωτικῆς ἐννοίας, ἀποσπῶ, [[ἀποχωρίζω]], [[λαμβάνω]] [[μέρος]] τοῦ στρατεύματος, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 19· δ. τὰς φάλαγγας, [[διαλύω]], κατα-[[στρέφω]], Ἀριστ. Πολ. 5. 3, 16. ‒ Παθ., [[στράτευμα]] διεσπασμένον, στρατὸς διεσκορπισμένος καὶ ἄτακτος, Θουκ. 6. 98, πρβλ. 7. 44., 8. 104· πρβλ. διάβασις· ‒ ἐπὶ στρατιωτῶν, [[ὡσαύτως]], διαμοιραζόμεθα εἰς καταλύματα, Ξεν. Ἀν. 1. 5, 9. 3) μεταφ., [[σύρω]] κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, ταράττω, Λατ. distrahere δ. τὴν πόλιν, ταράττω τὴν πόλιν ἢ πολιτείαν, Πλάτ. Πολ. 462Α· τὰς πολιτείας Δημ. 54. 5· τοὺς νόμους Ξεν. Κύρ. 8. 5, 25. - Παθ., διασπώμενος, ἀπασχολούμενος, Λατ. negotiis distractus, Λουκ. Θ. Διαλ. 24. 1. | |lstext='''διασπάω''': μέλλ. -σπάσομαι [ᾰ] Ἀριστοφ. Βατρ. 477, Ἐκκλ. 1076, ἀλλ᾿ [[ὡσαύτως]] -σπάσω Ἡρόδ. 7. 236· ἀόρ. -έσπᾰσα, ἀλλ᾿ [[ὡσαύτως]] -εσπασάμην Εὐρ. Ἑκ. 1126, Βάκχ. 339. ‒ Παθ., ἀόρ. -εσπάσθην, πρκμ. -έσπασμαι. Διαχωρίζω [[μετὰ]] βίας, μεθ᾿ ὁρμῆς, Λατ. divellere, τοὺς ἄνδρας κρεουργηδὸν δ. Ἡρόδ. 3. 13, πρβλ. 7. 236, Εὐρ. καὶ Ἀριστοφ. ἔνθ᾿ ἀνωτ., κτλ.· ἐμὲ καὶ τὸν ἄνδρα δ. Ξεν. Κύρ. 6. 1. 45· δ. τὸ [[σταύρωμα]], [[κατακρημνίζω]] ἢ [[διασχίζω]], [[καταστρέφω]], ὁ αὐτ. Ἑλλ. 4. 4, 10· δ. τὴν γέφυραν, τὸ [[ἔδαφος]] Πολύβ. 6. 55, 1, Πλούτ. Καμίλλ. 5, κτλ. ‒ Παθ., τὸ Ἀττικὸν [[ἔθνος]]… διεσπασμένον Ἡρόδ. 1. 59· μόνον οὐ διεσπάσθην Δημ. 58. 8· δ. ἀπὸ τῶν φίλων, ἀποσπῶμαι ἀπὸ τῶν…, Ἀριστ. Ρητ. 2. 8, 10. 2) ἐπὶ στρατιωτικῆς ἐννοίας, ἀποσπῶ, [[ἀποχωρίζω]], [[λαμβάνω]] [[μέρος]] τοῦ στρατεύματος, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 19· δ. τὰς φάλαγγας, [[διαλύω]], κατα-[[στρέφω]], Ἀριστ. Πολ. 5. 3, 16. ‒ Παθ., [[στράτευμα]] διεσπασμένον, στρατὸς διεσκορπισμένος καὶ ἄτακτος, Θουκ. 6. 98, πρβλ. 7. 44., 8. 104· πρβλ. διάβασις· ‒ ἐπὶ στρατιωτῶν, [[ὡσαύτως]], διαμοιραζόμεθα εἰς καταλύματα, Ξεν. Ἀν. 1. 5, 9. 3) μεταφ., [[σύρω]] κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, ταράττω, Λατ. distrahere δ. τὴν πόλιν, ταράττω τὴν πόλιν ἢ πολιτείαν, Πλάτ. Πολ. 462Α· τὰς πολιτείας Δημ. 54. 5· τοὺς νόμους Ξεν. Κύρ. 8. 5, 25. - Παθ., διασπώμενος, ἀπασχολούμενος, Λατ. negotiis distractus, Λουκ. Θ. Διαλ. 24. 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> διασπάσω, <i>etc.</i><br /><b>1</b> déchirer, mettre en pièces;<br /><b>2</b> séparer par la force ; <i>Pass.</i> διασπᾶσθαι ἀπὸ [[τῶν]] φίλων ARSTT être séparé de ses amis;<br /><b>3</b> tirailler en tous sens : τοὺς νόμους XÉN tirailler les lois, <i>càd</i> les violer de mille manières, <i>ou</i> les interpréter selon ses intérêts ; <i>Pass.</i> être tiraillé (par des soucis, des obligations);<br /><b>4</b> disperser, <i>ou sans idée de violence</i> distribuer (des troupes dans des cantonnements;<br /><i><b>Moy.</b></i> διασπάομαι-ῶμαι (<i>f.</i> διασπάσομαι, <i>ao.</i> διεσπασάμην) séparer violemment ; mettre en pièces.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[σπάω]]. | |||
}} | }} |