Anonymous

στασιώδης: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_7)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στᾰσιώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[στασιαστικός]], Ἀριστ. Προβλ. 30. 11, 3· τὸ κινητικὸν καὶ στ. Πολύβ. 9, 6. - Ἐπίρρ. στασιωδῶς ἔχειν Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 128. 2) [[ἐριστικός]], [[φιλοτάραχος]], Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 4.
|lstext='''στᾰσιώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[στασιαστικός]], Ἀριστ. Προβλ. 30. 11, 3· τὸ κινητικὸν καὶ στ. Πολύβ. 9, 6. - Ἐπίρρ. στασιωδῶς ἔχειν Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 128. 2) [[ἐριστικός]], [[φιλοτάραχος]], Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 4.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br /><b>1</b> séditieux, factieux;<br /><b>2</b> querelleur.<br />'''Étymologie:''' [[στάσις]], -ωδης.
}}
}}