Anonymous

διάδοχος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_14)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διάδοχος''': ὁ, ἡ, ([[διαδέχομαι]]) ὁ διαδεχόμενός τινα ἔν τινι πράγματι. 1) [[μετὰ]] δοτ. προσ. καὶ γεν. πράγματος, δ. Μεγαβάζῳ τῆς στρατηγίης, ὁ [[διάδοχος]] [[αὐτοῦ]] ἐν τῇ στρατηγίᾳ, Ἡρόδ. 5. 26, πρβλ. 1. 162, κτλ.· καὶ οὕτω παρ’ Ἀττ., θνητοῖς… διάδοχοι μοχθημάτων, διαδεχόμενοι αὐτοὺς ἐν…, δηλ. ἀνακουφίζοντες ἢ ἀντικαθιστῶντες αὐτοὺς ἐν τοῖς κόποις, Αἰσχύλ. Πρ. 164, πρβλ. 1027· σοι τῶνδε [[διάδοχος]] δόμων Εὐρ. Ἀλκ. 655, πρβλ. Ἰσοκρ. 393Α. 2) [[μετὰ]] γεν. πράγμ. μόνον, δ. τῆς Ἀστυόχου ναυαρχίας, διαδεξάμενος αὐτὸν ἐν τῇ ναυαρχίᾳ, Θουκ. 8. 85. 3) [[μετὰ]] γεν. προσ. ἢ πράγμ. μόνον, [[φέγγος]] ὕπνου δ., τὸ φῶς τὸ διαδεχόμενον τὸν [[ὕπνον]], Σοφ. Φ. 867. 4) [[μετὰ]] δοτ. προσώπου μόνον, δ. Κλεάνδρῳ Ξεν. Ἀν. 7. 2, 5· - καὶ ἐπὶ παρομοίας σημασίας, ἔργοισι δ’ ἔργα διάδοχα Εὐρ. Ἀνδρ. 743· κακὸν κακῷ δ. [[αὐτόθι]] 804· ἀλλ’ ὁ Εὐρ. [[ἐνίοτε]] μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ἐν μεταβατ. σημασίᾳ, [[λύπη]]… [[διάδοχος]] κακῶν κακοῖς, ἐπιφέρουσα διαδοχὴν κακῶν [[μετὰ]] κακά, Ἡσ. 588· ἀγὼν… γόων γόοις [[διάδοχος]] Ἱκέτ. 71. 5) ἀπολ., διάδοχοι ἐφοίτων, ἐπορεύοντο εἰς τὸ [[ἔργον]] διαδοχικῶς, Ἡρόδ. 7. 22, πρβλ. Θουκ. 1. 110· οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., διαδοχικῶς, Εὐρ. Ἀνδρ. 1201.
|lstext='''διάδοχος''': ὁ, ἡ, ([[διαδέχομαι]]) ὁ διαδεχόμενός τινα ἔν τινι πράγματι. 1) [[μετὰ]] δοτ. προσ. καὶ γεν. πράγματος, δ. Μεγαβάζῳ τῆς στρατηγίης, ὁ [[διάδοχος]] [[αὐτοῦ]] ἐν τῇ στρατηγίᾳ, Ἡρόδ. 5. 26, πρβλ. 1. 162, κτλ.· καὶ οὕτω παρ’ Ἀττ., θνητοῖς… διάδοχοι μοχθημάτων, διαδεχόμενοι αὐτοὺς ἐν…, δηλ. ἀνακουφίζοντες ἢ ἀντικαθιστῶντες αὐτοὺς ἐν τοῖς κόποις, Αἰσχύλ. Πρ. 164, πρβλ. 1027· σοι τῶνδε [[διάδοχος]] δόμων Εὐρ. Ἀλκ. 655, πρβλ. Ἰσοκρ. 393Α. 2) [[μετὰ]] γεν. πράγμ. μόνον, δ. τῆς Ἀστυόχου ναυαρχίας, διαδεξάμενος αὐτὸν ἐν τῇ ναυαρχίᾳ, Θουκ. 8. 85. 3) [[μετὰ]] γεν. προσ. ἢ πράγμ. μόνον, [[φέγγος]] ὕπνου δ., τὸ φῶς τὸ διαδεχόμενον τὸν [[ὕπνον]], Σοφ. Φ. 867. 4) [[μετὰ]] δοτ. προσώπου μόνον, δ. Κλεάνδρῳ Ξεν. Ἀν. 7. 2, 5· - καὶ ἐπὶ παρομοίας σημασίας, ἔργοισι δ’ ἔργα διάδοχα Εὐρ. Ἀνδρ. 743· κακὸν κακῷ δ. [[αὐτόθι]] 804· ἀλλ’ ὁ Εὐρ. [[ἐνίοτε]] μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ἐν μεταβατ. σημασίᾳ, [[λύπη]]… [[διάδοχος]] κακῶν κακοῖς, ἐπιφέρουσα διαδοχὴν κακῶν [[μετὰ]] κακά, Ἡσ. 588· ἀγὼν… γόων γόοις [[διάδοχος]] Ἱκέτ. 71. 5) ἀπολ., διάδοχοι ἐφοίτων, ἐπορεύοντο εἰς τὸ [[ἔργον]] διαδοχικῶς, Ἡρόδ. 7. 22, πρβλ. Θουκ. 1. 110· οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., διαδοχικῶς, Εὐρ. Ἀνδρ. 1201.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> qui recueille la succession de, qui succède à : τινι [[διάδοχος]] δόμων EUR, κληρονομίας ISOCR qui recueille la maison, l’héritage de qqn ; [[διάδοχος]] τινι τῆς στρατηγίης HDT qui succède à qqn dans le commandement d’une armée ; [[διάδοχος]] τῆς τινος ναυαρχίας THC qui succède à qqn dans le commandement d’un navire <i>ou</i> d’une flotte ; ὦ [[φέγγος]] ὕπνου διάδοχον SOPH ô lumière qui succède au sommeil ! [[διάδοχος]] Κλεάνδρῳ XÉN successeur de Cléandre ; κακὸν κακῷ διάδοχον EUR mal qui succède à un mal ; <i>abs.</i> [[διάδοχος]] qui succède à qqn pour faire qch;<br /><b>2</b> qui répond à, qui se fait en retour de : ἔργοισι ἔργα διάδοχα ἀντιλήψεται EUR il recevra un traitement répondant à celui que je recevrai de lui, <i>càd</i> il sera traité comme il me traitera, je lui rendrai la pareille ; <i>abs.</i> διάδοχα en retour, en réponse;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> qui fait se succéder : λύπῃ δ. κακῶν κακοῖς EUR peine qui remplace les maux par des maux, qui fait succéder des malheurs aux malheurs.<br />'''Étymologie:''' [[διαδέχομαι]].
}}
}}