Anonymous

διαπτύσσω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαπτύσσω''': Ἀττ. –ττω, μέλλ. –ξω, ἀνοίγω καὶ ἐξαπλώνω, [[ἀναπτύσσω]], [[ἀποκαλύπτω]], Σοφ. Ἀντ. 709, Εὐρ. Ἱππ. 985· [[ἑρμηνεύω]], ἐξηγοῦμαι, Πλάτ. Νόμ. 858Ε· λόγῳ δ. Μοσχίων παρὰ Στοβ. Ἐκλ. 1. 240. ΙΙ. [[συμπτύσσω]] τι μεθ’ ἑτέρου, [[συμπλέκω]], Ἀριστ. π. Ζ. Γ. 1. 15, 1.
|lstext='''διαπτύσσω''': Ἀττ. –ττω, μέλλ. –ξω, ἀνοίγω καὶ ἐξαπλώνω, [[ἀναπτύσσω]], [[ἀποκαλύπτω]], Σοφ. Ἀντ. 709, Εὐρ. Ἱππ. 985· [[ἑρμηνεύω]], ἐξηγοῦμαι, Πλάτ. Νόμ. 858Ε· λόγῳ δ. Μοσχίων παρὰ Στοβ. Ἐκλ. 1. 240. ΙΙ. [[συμπτύσσω]] τι μεθ’ ἑτέρου, [[συμπλέκω]], Ἀριστ. π. Ζ. Γ. 1. 15, 1.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> διαπτύξω, <i>etc.</i><br />déployer, mettre au grand jour.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[πτύσσω]].
}}
}}