Anonymous

διαστροβέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_20)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαστροβέω''': στροφοδινοῦμαι, περιδινοῦμαι διὰ μέσου, δ. [[πέλαγος]] Τραγ. παρὰ Πλουτ. Λουκ. 1.
|lstext='''διαστροβέω''': στροφοδινοῦμαι, περιδινοῦμαι διὰ μέσου, δ. [[πέλαγος]] Τραγ. παρὰ Πλουτ. Λουκ. 1.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />s’élancer impétueusement à travers, acc..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[στροβέω]].
}}
}}