Anonymous

διδάσκω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δῐδάσκω''': Ἐπ. ἀπαρ. -έμεναι καὶ -έμεν Ἰλ. Ι. 442., Ψ. 308· μέλλ. διδάξω Ἀττ. ἀόρ. ἐδίδαξα Ἰλ., Ἀττ.· ποιητ. ἐδιδάσκησα Voss Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 144, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 64, Πίνδ. Π. 4. 386· πρκμ. δεδίδαχα Ἀττ. ― Μέσ., μέλλ. διδάξομαι Ἀττ.· ἀόρ. ἐδιδαξάμην Ἀττ. ― Παθ., μέλλ. διδαχθήσομαι Διον. Ἁλ. 3. 70, κτλ.· ἀόρ. ἐδιδάχθην Ἡρόδ., Ἀττ.· πρκμ. δεδίδαγμαι Ἰλ., Πλάτ. Μετ’ ἀναδιπλ. [[τύπος]] τοῦ δάω, ἐπὶ μεταβ. σημασίας (ἴδε ἐν λ. δάω). Διδάσκω (δηλ. πληροφορῶ, [[κάμνω]] τινὰ νὰ μάθῃ) τινὰ ἢ [[διδάσκω]] τι, Ὅμ., κτλ.· [[ἐντεῦθεν]] [[μετὰ]] διπλῆς αἰτιατ., σε… ἱπποσύνας ἐδίδαξαν, σὲ ἐδίδαξαν ἱππασίαν, Ἰλ. Ψ. 307, πρβλ. Ὀδ. Θ. 481· οὕτω παρ’ Ἀττ., πολλὰ διδάσκει μ’ ὁ πολὺς [[βίοτος]] Εὐρ. Ἱππ. 252, κτλ.· [[ὡσαύτως]], δ. τινὰ [[περί]] τινος Ἀριστοφ. Νεφ. 382· τούτοις διδ. (ἐάν ἡ ὀρθή γραφὴ δὲν [[εἶναι]] τοὺτους, ὅρα Κόντ. Γλωσσ. Παρατ. σ. 114, [[ὅστις]] ἀποκαλεῖ σόλοικον τὴν [[μετὰ]] δοτ. σύνταξιν) ἐν Πλάτ. Θεαιτ. 201Β, πρέπει νὰ ἐξηγηθῇ ὡς καθ’ ἕλξιν πρὸς τὸ ἀναφορ. οἷς· ― μετ’ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρ., σε διδάσκουσιν θεοὶ αὐτοὶ ὑψαγόρην ἔμεναι Ὀδ. Α. 384· καὶ [[μετὰ]] μόνης ἀπαρεμφ., δίδαξε γὰρ Ἄρτεμις αὐτὴ βάλλειν ἄγρια πάντα, ἐδίδαξε τὴν χρῆσιν τοῦ τόξου, Ἰλ. Ε. 51, καὶ [[συχνάκις]] [[οὕτως]]· [[ὡσαύτως]] παραλειπομένου τοῦ ἀπαρεμφ., διδάσκειν τινὰ ἱππέα [ἐνν. [[εἶναι]]], [[διδάσκω]] τινὰ νὰ [[εἶναι]] …, [[γυμνάζω]] τινὰ εἰς ἱππασίαν, Πλάτ. Μένωνι 94Β· οὕτω, δ. τινὰ σοφόν, κακὸν Elmsl. [[Ἡρακλ]]. 575, Stallb. Πλάτ. Πρωτ. 327C. ― Μέσ., [[διδάσκω]] ἐμαυτόν, [[μανθάνω]], [[φθέγμα]] καὶ ἀστυνόμους ὀργάς ἐδιδάξατο Σοφ. Ἀντ. 356· ἀλλ’ ἡ [[συνήθης]] [[σημασία]] τοῦ μέσου [[εἶναι]]: διδάσκειν τινὰ δι’ ἑτέρου, mandare aliquem docendum, ἰδίως ἐπὶ πατρὸς ἐκπαιδεύοντος τὸν [[υἱόν]], τὰ ἄλλα… διδάσκεσθαι τοὺς υἱεῖς Πλάτ. Πρωτ. 325Β· δ. τοὺς υἱεῖς τὰς κούφας ἐργασίας Ἀριστ. Πολ. 6. 7, 3· μετ’ ἀπαρ., δ. τινὰ ἱππεύειν Πλάτ. Πολ. 467Ε· διδάσκεσθαί τινα ἱππέα (ἐνν. [[εἶναι]]) ὁ αὐτ. Μένωνι 93D· πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 4. 4, 5, Pors. Μηδ. 297. ― Ἡ [[διάκρισις]] αὕτη μεταξὺ τοῦ ἐνεργ. καὶ τοῦ μέσου δὲν τηρεῖται ὑπό τινων ἐκ τῶν ποιητῶν καὶ τῶν μεταγενεστέρων πεζογράφων, καὶ τὸ μέσ. εὕρηται ἀκριβῶς ὡς τὸ ἐνεργ. παρὰ Σιμων. 147, Πινδ. Ο. 8. 77, Λουκ. Ἐνυπν. 10, κτλ.· ἀλλ’ ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 783 ὁ Elmsl. διώρθωσε, διδάξαιμ’ ἂν σ’ ἔτι ἀντὶ διδαξαίμην σ’ ἔτι, καὶ ἐν Πλάτ. Πολ. 421Ε. ὁ Cobet προτείνει διδάξει ἀντὶ -εται). ― Παθ., διδάσκομαι [[μανθάνω]], [[μετὰ]] γεν., διδασκόμενος πολέμοιο, [[ἔμπειρος]] τοῦ πολέμου, Ἰλ. Π. 811, πρβλ. *δάω· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτιατ., τά σε προτί φασιν Ἀχιλλῆος δεδιδάχθαι, ἅτινα [φάρμακα] λέγουσιν ὅτι ἐδιδάχθης ὑπὸ τοῦ Ἀχιλλέως, Ἰλ. Λ. 831· ὃς οὔτ’ ἐδιδάχθη οὔτ’ οἶδε καλὸν οὐδὲν Ἡρόδ. 3. 81· [[διδάσκω]] καὶ διδάσκομαι λόγους Εὐρ. Ἀνδρ. 739· ἀλλὰ [[συχνάκις]] μετ’ ἀπαρ., δεδιδαγμένον [[εἶναι]] χειροήθεα Ἡρόδ. 2. 69, κτλ.· [[βρέφος]] διδάσκεται λέγειν ἀκοῦσαί θ’ Εὐρ. Ἱκέτ. 914· [[ὡσαύτως]], διδάσκεσθαι ὡς… Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 45. ΙΙ. ἀπολ., ἐξηγοῦμαι, [[ἑρμηνεύω]], Θουκ. 2. 60· δεικνύω διὰ συλλογισμοῦ, ἀποδεικνύω, λέγων διδασκέτω Ξεν. Ἀν. 5. 7, 11, κτλ.· δ. [[περί]] τινος ὡς… Θουκ. 3. 71· ἡλίκον ἐστὶ τὸ [[ἀλαζόνευμα]]…, πειράσομαι… διδάξαι Αἰσχίν. 87 ἐν τέλ. ΙΙΙ. τὸ διδάσκειν ἰδιαιτέρως ἐλέγετο ἐπὶ τῶν διθυραμβικῶν καὶ δραματικῶν ποιητῶν, οἵτινες ἐδίδασκον τοὺς ὑποκριτὰς τὰ μέρη αὐτῶν καὶ ἐπεστάτουν κατὰ τὴν παράστασιν τῶν δραμάτων ἢ ποιημάτων αὑτῶν, δ. διθύραμβον, [[δρᾶμα]] Ἡρόδ. 1. 23. 6. 21, πρβλ. Πλάτ. Πρωτ. 327D, κτλ.· ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, διδάξασθαι χορὸν Σιμων. 147· ἴδε Συλλ. Ἐπιγρ. 211 - 226, [[διδασκαλία]] ΙΙ, [[διδάσκαλος]] ΙΙ, καὶ πρβλ. Böttiger Quid sit docere fabulam, Opusc. σ. 284.
|lstext='''δῐδάσκω''': Ἐπ. ἀπαρ. -έμεναι καὶ -έμεν Ἰλ. Ι. 442., Ψ. 308· μέλλ. διδάξω Ἀττ. ἀόρ. ἐδίδαξα Ἰλ., Ἀττ.· ποιητ. ἐδιδάσκησα Voss Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 144, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 64, Πίνδ. Π. 4. 386· πρκμ. δεδίδαχα Ἀττ. ― Μέσ., μέλλ. διδάξομαι Ἀττ.· ἀόρ. ἐδιδαξάμην Ἀττ. ― Παθ., μέλλ. διδαχθήσομαι Διον. Ἁλ. 3. 70, κτλ.· ἀόρ. ἐδιδάχθην Ἡρόδ., Ἀττ.· πρκμ. δεδίδαγμαι Ἰλ., Πλάτ. Μετ’ ἀναδιπλ. [[τύπος]] τοῦ δάω, ἐπὶ μεταβ. σημασίας (ἴδε ἐν λ. δάω). Διδάσκω (δηλ. πληροφορῶ, [[κάμνω]] τινὰ νὰ μάθῃ) τινὰ ἢ [[διδάσκω]] τι, Ὅμ., κτλ.· [[ἐντεῦθεν]] [[μετὰ]] διπλῆς αἰτιατ., σε… ἱπποσύνας ἐδίδαξαν, σὲ ἐδίδαξαν ἱππασίαν, Ἰλ. Ψ. 307, πρβλ. Ὀδ. Θ. 481· οὕτω παρ’ Ἀττ., πολλὰ διδάσκει μ’ ὁ πολὺς [[βίοτος]] Εὐρ. Ἱππ. 252, κτλ.· [[ὡσαύτως]], δ. τινὰ [[περί]] τινος Ἀριστοφ. Νεφ. 382· τούτοις διδ. (ἐάν ἡ ὀρθή γραφὴ δὲν [[εἶναι]] τοὺτους, ὅρα Κόντ. Γλωσσ. Παρατ. σ. 114, [[ὅστις]] ἀποκαλεῖ σόλοικον τὴν [[μετὰ]] δοτ. σύνταξιν) ἐν Πλάτ. Θεαιτ. 201Β, πρέπει νὰ ἐξηγηθῇ ὡς καθ’ ἕλξιν πρὸς τὸ ἀναφορ. οἷς· ― μετ’ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρ., σε διδάσκουσιν θεοὶ αὐτοὶ ὑψαγόρην ἔμεναι Ὀδ. Α. 384· καὶ [[μετὰ]] μόνης ἀπαρεμφ., δίδαξε γὰρ Ἄρτεμις αὐτὴ βάλλειν ἄγρια πάντα, ἐδίδαξε τὴν χρῆσιν τοῦ τόξου, Ἰλ. Ε. 51, καὶ [[συχνάκις]] [[οὕτως]]· [[ὡσαύτως]] παραλειπομένου τοῦ ἀπαρεμφ., διδάσκειν τινὰ ἱππέα [ἐνν. [[εἶναι]]], [[διδάσκω]] τινὰ νὰ [[εἶναι]] …, [[γυμνάζω]] τινὰ εἰς ἱππασίαν, Πλάτ. Μένωνι 94Β· οὕτω, δ. τινὰ σοφόν, κακὸν Elmsl. [[Ἡρακλ]]. 575, Stallb. Πλάτ. Πρωτ. 327C. ― Μέσ., [[διδάσκω]] ἐμαυτόν, [[μανθάνω]], [[φθέγμα]] καὶ ἀστυνόμους ὀργάς ἐδιδάξατο Σοφ. Ἀντ. 356· ἀλλ’ ἡ [[συνήθης]] [[σημασία]] τοῦ μέσου [[εἶναι]]: διδάσκειν τινὰ δι’ ἑτέρου, mandare aliquem docendum, ἰδίως ἐπὶ πατρὸς ἐκπαιδεύοντος τὸν [[υἱόν]], τὰ ἄλλα… διδάσκεσθαι τοὺς υἱεῖς Πλάτ. Πρωτ. 325Β· δ. τοὺς υἱεῖς τὰς κούφας ἐργασίας Ἀριστ. Πολ. 6. 7, 3· μετ’ ἀπαρ., δ. τινὰ ἱππεύειν Πλάτ. Πολ. 467Ε· διδάσκεσθαί τινα ἱππέα (ἐνν. [[εἶναι]]) ὁ αὐτ. Μένωνι 93D· πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 4. 4, 5, Pors. Μηδ. 297. ― Ἡ [[διάκρισις]] αὕτη μεταξὺ τοῦ ἐνεργ. καὶ τοῦ μέσου δὲν τηρεῖται ὑπό τινων ἐκ τῶν ποιητῶν καὶ τῶν μεταγενεστέρων πεζογράφων, καὶ τὸ μέσ. εὕρηται ἀκριβῶς ὡς τὸ ἐνεργ. παρὰ Σιμων. 147, Πινδ. Ο. 8. 77, Λουκ. Ἐνυπν. 10, κτλ.· ἀλλ’ ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 783 ὁ Elmsl. διώρθωσε, διδάξαιμ’ ἂν σ’ ἔτι ἀντὶ διδαξαίμην σ’ ἔτι, καὶ ἐν Πλάτ. Πολ. 421Ε. ὁ Cobet προτείνει διδάξει ἀντὶ -εται). ― Παθ., διδάσκομαι [[μανθάνω]], [[μετὰ]] γεν., διδασκόμενος πολέμοιο, [[ἔμπειρος]] τοῦ πολέμου, Ἰλ. Π. 811, πρβλ. *δάω· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτιατ., τά σε προτί φασιν Ἀχιλλῆος δεδιδάχθαι, ἅτινα [φάρμακα] λέγουσιν ὅτι ἐδιδάχθης ὑπὸ τοῦ Ἀχιλλέως, Ἰλ. Λ. 831· ὃς οὔτ’ ἐδιδάχθη οὔτ’ οἶδε καλὸν οὐδὲν Ἡρόδ. 3. 81· [[διδάσκω]] καὶ διδάσκομαι λόγους Εὐρ. Ἀνδρ. 739· ἀλλὰ [[συχνάκις]] μετ’ ἀπαρ., δεδιδαγμένον [[εἶναι]] χειροήθεα Ἡρόδ. 2. 69, κτλ.· [[βρέφος]] διδάσκεται λέγειν ἀκοῦσαί θ’ Εὐρ. Ἱκέτ. 914· [[ὡσαύτως]], διδάσκεσθαι ὡς… Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 45. ΙΙ. ἀπολ., ἐξηγοῦμαι, [[ἑρμηνεύω]], Θουκ. 2. 60· δεικνύω διὰ συλλογισμοῦ, ἀποδεικνύω, λέγων διδασκέτω Ξεν. Ἀν. 5. 7, 11, κτλ.· δ. [[περί]] τινος ὡς… Θουκ. 3. 71· ἡλίκον ἐστὶ τὸ [[ἀλαζόνευμα]]…, πειράσομαι… διδάξαι Αἰσχίν. 87 ἐν τέλ. ΙΙΙ. τὸ διδάσκειν ἰδιαιτέρως ἐλέγετο ἐπὶ τῶν διθυραμβικῶν καὶ δραματικῶν ποιητῶν, οἵτινες ἐδίδασκον τοὺς ὑποκριτὰς τὰ μέρη αὐτῶν καὶ ἐπεστάτουν κατὰ τὴν παράστασιν τῶν δραμάτων ἢ ποιημάτων αὑτῶν, δ. διθύραμβον, [[δρᾶμα]] Ἡρόδ. 1. 23. 6. 21, πρβλ. Πλάτ. Πρωτ. 327D, κτλ.· ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, διδάξασθαι χορὸν Σιμων. 147· ἴδε Συλλ. Ἐπιγρ. 211 - 226, [[διδασκαλία]] ΙΙ, [[διδάσκαλος]] ΙΙ, καὶ πρβλ. Böttiger Quid sit docere fabulam, Opusc. σ. 284.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> [[διδάξω]], <i>ao.</i> [[ἐδίδαξα]], <i>pf.</i> [[δεδίδαχα]];<br /><i>Pass. ao.</i> ἐδιδάχθην, <i>pf.</i> δεδίδαγμαι;<br /><b>1</b> enseigner, instruire, apprendre : [[τι]], enseigner qch ; τινα, instruire qqn ; τινα ποιεῖν [[τι]], <i>postér.</i> τινι ποιεῖν [[τι]] PLUT apprendre à qqn à faire qch ; περὶ [[τῶν]] πεπραγμένων διδάξοντας [[ὡς]] ξυνέφερε THC devant expliquer les faits en les présentant sous un jour favονable ; <i>abs.</i> [[πῶς]] [[δή]] ; δίδαξον ESCHL comment donc ? explique ; λέγων διδασκέτω XÉN qu’il parle et qu’il s’explique ; <i>Pass.</i> avec un gén. : διδασκόμενος πολέμοιο IL instruit <i>ou</i> expert dans la guerre;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> διδάσκειν [[δρᾶμα]] HDT, διθύραμβον HDT faire représenter une pièce, un dithyrambe, <i>etc., litt.</i> donner les instructions nécessaires aux acteurs qui doivent jouer;<br /><i><b>Moy.</b></i> διδάσκομαι (<i>f.</i> διδάξομαι);<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> faire instruire : [[τι]] τοὺς υἱέας PLAT faire apprendre qch à ses enfants;<br /><b>2</b> instruire, enseigner qqn;<br /><b>II.</b> <i>au sens réfléchi</i> s’instruire soi-même, apprendre pour soi : ἀστυνόμους [[ὀργάς]] SOPH apprendre à connaître les lois qui régissent les cités.<br />'''Étymologie:''' pour *δι-δάκ-σκω, de la R. Δακ = <i>lat.</i> doceo, développement de la R. Δα, apprendre, avec redoublement ; cf. *δάω.
}}
}}