Anonymous

διασκάπτω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_20)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διασκάπτω''': σκάπτων [[διανοίγω]] ἢ [[ἀνατρέπω]], [[καταστρέφω]], Παυσ. 2. 1, 5· δ. τὰ τείχη Λυσ. 131. 5· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν., τοῦ τείχους Πλούτ. Πύρρ. 33.
|lstext='''διασκάπτω''': σκάπτων [[διανοίγω]] ἢ [[ἀνατρέπω]], [[καταστρέφω]], Παυσ. 2. 1, 5· δ. τὰ τείχη Λυσ. 131. 5· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν., τοῦ τείχους Πλούτ. Πύρρ. 33.
}}
{{bailly
|btext=fouiller, creuser.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[σκάπτω]].
}}
}}