3,277,119
edits
(6_19) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διάστροφος''': ον. ὁ συνεστραμμένος, διεστρεβλωμένος, δ. καὶ ἔμπηρα καί ἀπόπληκτα Ἡρόδ. 1. 167· [[μορφή]] καί φρένες διάστροφοι Αἰσχύλ. Πρ 673. πρβλ. Σοφ. Αἴ. 447· [[ὀφθαλμός]], κόραι ὁ αύτ. Τρ. 794, Εὐρ. Βάκχ. 1122· ἐπὶ προσώπου, [[διάστροφος]] τοὺς ὀφθαλμούς, τό [[σῶμα]] Ἀθήν. 339F, Λουκ. Ἀπαιδ. 7._ Ἐπίρρ. -φως Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 152. | |lstext='''διάστροφος''': ον. ὁ συνεστραμμένος, διεστρεβλωμένος, δ. καὶ ἔμπηρα καί ἀπόπληκτα Ἡρόδ. 1. 167· [[μορφή]] καί φρένες διάστροφοι Αἰσχύλ. Πρ 673. πρβλ. Σοφ. Αἴ. 447· [[ὀφθαλμός]], κόραι ὁ αύτ. Τρ. 794, Εὐρ. Βάκχ. 1122· ἐπὶ προσώπου, [[διάστροφος]] τοὺς ὀφθαλμούς, τό [[σῶμα]] Ἀθήν. 339F, Λουκ. Ἀπαιδ. 7._ Ἐπίρρ. -φως Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 152. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui est de travers, contrefait ; dont les yeux sont hagards ; égaré, hagard.<br />'''Étymologie:''' [[διαστρέφω]]. | |||
}} | }} |