Anonymous

διαπλάσσω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαπλάσσω''': Ἀττ. -ττω, διαμορφῶ, [[σχηματίζω]], ζῷα Φίλων 1. 15· ὕλην, ἄρτους, κτλ., Πλούτ., κτλ.· μεταφ., δ. τῷ λόγῳ Αἰλ. Π. Ἱστ. 3. 1, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 542. ― Παθ., δ. τὰ μόρια [τοῦ ἐμβρύου] Ἀριστ. Γεν. Ζ. 2. 4, 39. ΙΙ. [[ἐπιχρίω]], πηλῷ Θεόφρ. Ι. Φ. 4. 15, 2. ΙΙΙ. ὡς ἰατρ. ὅρος, ἀποκαθιστῶ [[ὀστοῦν]] κατεαγός, Γαλην. 12, 360.
|lstext='''διαπλάσσω''': Ἀττ. -ττω, διαμορφῶ, [[σχηματίζω]], ζῷα Φίλων 1. 15· ὕλην, ἄρτους, κτλ., Πλούτ., κτλ.· μεταφ., δ. τῷ λόγῳ Αἰλ. Π. Ἱστ. 3. 1, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 542. ― Παθ., δ. τὰ μόρια [τοῦ ἐμβρύου] Ἀριστ. Γεν. Ζ. 2. 4, 39. ΙΙ. [[ἐπιχρίω]], πηλῷ Θεόφρ. Ι. Φ. 4. 15, 2. ΙΙΙ. ὡς ἰατρ. ὅρος, ἀποκαθιστῶ [[ὀστοῦν]] κατεαγός, Γαλην. 12, 360.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> διαπλάσω, <i>etc.</i><br />façonner, modeler.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[πλάσσω]].
}}
}}