Anonymous

διαποίκιλος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_18)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαποίκῐλος''': -ον, πεποικιλμένος, Ἱππ. Κωακ. 219· [[ἄκανθος]] δ. τὴν χρόαν Ἀριστ. Ἀποσπ. 253· δ. ῥάβδοις, [[ῥαβδωτός]], αὐλακωτός, ὁ αὐτ. Ἱ. Ζ. 4. 1, 25.
|lstext='''διαποίκῐλος''': -ον, πεποικιλμένος, Ἱππ. Κωακ. 219· [[ἄκανθος]] δ. τὴν χρόαν Ἀριστ. Ἀποσπ. 253· δ. ῥάβδοις, [[ῥαβδωτός]], αὐλακωτός, ὁ αὐτ. Ἱ. Ζ. 4. 1, 25.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />vêtu d’habits brodés.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ποικίλος]].
}}
}}