Anonymous

διεξίημι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_2)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διεξίημι''': πρβλ. τὸ [[ἐξίημι]], ἀφίνω τινὰ νὰ διέλθῃ διὰ μέσου, ἐῶ διεξελθεῖν, διεξῆκαν αὐτοὺς διὰ τοῦ ἄστεως Ἡρόδ. 4. 208. ΙΙ. ἀμετάβ. (ἐξυπακ. τοῦ αὑτόν), ἐπὶ ποταμοῦ, [[ἐκβάλλω]], ἐς θάλασσαν Θουκ. 2. 102· πρβλ. [[ἐξίημι]], [[ἐκδίδωμι]].
|lstext='''διεξίημι''': πρβλ. τὸ [[ἐξίημι]], ἀφίνω τινὰ νὰ διέλθῃ διὰ μέσου, ἐῶ διεξελθεῖν, διεξῆκαν αὐτοὺς διὰ τοῦ ἄστεως Ἡρόδ. 4. 208. ΙΙ. ἀμετάβ. (ἐξυπακ. τοῦ αὑτόν), ἐπὶ ποταμοῦ, [[ἐκβάλλω]], ἐς θάλασσαν Θουκ. 2. 102· πρβλ. [[ἐξίημι]], [[ἐκδίδωμι]].
}}
{{bailly
|btext=<i>ao. 3ᵉ pl.</i> διεξῆκαν;<br /><b>1</b> <i>tr.</i> laisser passer à travers : τινα διὰ [[τοῦ]] ἄστεος HDT qqn à travers la ville;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> se jeter dans <i>en parl. d’un fleuve, avec</i> [[ἐς]] et l’acc..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἐξίημι]].
}}
}}