Anonymous

διασχηματίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διασχημᾰτίζω''': δίδω [[σχῆμα]], διαπλάττω· παθ., [[λαμβάνω]] [[σχῆμα]], μορφοῦμαι, Πλάτ. Τιμ. 50Β, Λουκ. Προμ. 11. ΙΙ. Μέσ., κοσμῶ, Πλάτ. Τιμ. 53Β.
|lstext='''διασχημᾰτίζω''': δίδω [[σχῆμα]], διαπλάττω· παθ., [[λαμβάνω]] [[σχῆμα]], μορφοῦμαι, Πλάτ. Τιμ. 50Β, Λουκ. Προμ. 11. ΙΙ. Μέσ., κοσμῶ, Πλάτ. Τιμ. 53Β.
}}
{{bailly
|btext=donner une forme achevée ; <i>Pass.</i> avoir une forme achevée.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[σχηματίζω]].
}}
}}