3,276,318
edits
(6_12) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δικλίς''': -ίδος, ἡ, ([[κλίνω]]) ἔχουσα δύο φύλλα, σανίδας, [[διπλῆ]], ἐπίθετον τῶν θυρῶν καὶ πυλῶν, κατὰ τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ. [[μετὰ]] τοῦ θύραι, πύλαι, σανίδες, Ὀδ. Β. 345, Π. 268, Ἰλ. Μ. 455· μεταγεν., δικλίδες μόνον, = θύραι μὲ δύο φύλλα, Ἀνθ. Π. 7. 182, πρβλ. 5. 145, 256, κτλ.· σπαν. καθ’ ἑνικόν, Θεόκρ. 14. 42, Ἀνθ. Π. 5. 242. ― Ὁ [[τύπος]] δίκλεις, ειδος, ὡς εἰ ἐκ τοῦ [[κλείς]], διπλῶς κεκλεισμένος, ἐν Ἱππ. Ἄρθρ. 783. | |lstext='''δικλίς''': -ίδος, ἡ, ([[κλίνω]]) ἔχουσα δύο φύλλα, σανίδας, [[διπλῆ]], ἐπίθετον τῶν θυρῶν καὶ πυλῶν, κατὰ τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ. [[μετὰ]] τοῦ θύραι, πύλαι, σανίδες, Ὀδ. Β. 345, Π. 268, Ἰλ. Μ. 455· μεταγεν., δικλίδες μόνον, = θύραι μὲ δύο φύλλα, Ἀνθ. Π. 7. 182, πρβλ. 5. 145, 256, κτλ.· σπαν. καθ’ ἑνικόν, Θεόκρ. 14. 42, Ἀνθ. Π. 5. 242. ― Ὁ [[τύπος]] δίκλεις, ειδος, ὡς εἰ ἐκ τοῦ [[κλείς]], διπλῶς κεκλεισμένος, ἐν Ἱππ. Ἄρθρ. 783. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ίδος (ὁ, ἡ)<br />à deux battants, <i>d’ord. avec un subst. au plur.</i> (θύραι, πύλαι, <i>etc.</i>), porte à deux battants ; porte extérieure.<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[κλείς]] ; sel. d’autres, [[δίς]], [[κλίνω]]. | |||
}} | }} |