Anonymous

δικαιόω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_12)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δῐκαιόω''': Ἰων. ἀπαρέμφ. [[δικαιεῦν]], Ἡρόδ. 6.82· μέλλ. -ώσω. Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 5.92, Θουκ. 5.26· -ώσομαι Θουκ 3.40 ἀόρ. ἐδικαίωσα ὁ αὐτ. 2.71. - Παθ. μέλλ. -ωθήσομαι Ἑβδ. Ι. ἐπανορθῶ, διορθώνω, [[νόμος]]… δικαιῶν τὸ βιαιότατον Πίνδ. Ἀποσπ. 151.4· -δικαιωθείς, δοκιμασθείς, ἐξετασθείς, Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. θεωρῶ ὡς δίκαιον, [[νομίζω]] κατάλληλον, ἔχω ἀξιώσεις ἢ ἀπαιτῶ τι ὡς δίκαιον, κτλ. μετ’ ἀπαρ. ὡς τὸ [[ἀξιόω]] Ἡρόδ. 1.89, 113, Ἱππ. Ἀγμ. 772· δεινά με δρᾶσαι δικαιοῖ Σοφ. Ο.Τ. 640, πρβλ 575. δ. τι γενέσθαι Ἡρόδ. 9.93· δικαιοῦντες μὴ ἀφαιρεθῆναι αὐτὴν Θουκ. 2.41· τὸ ἀπαρέμφ. [[πολλάκις]] παραλείπεται, ὡς οὕτω δ. (γενέσθαι) Ἡρόδ. 9.42· [[οὕτως]], [[ὅποι]] ποτὲ θεὸς δικαιοῖ Σοφ. Φ.780· -συναινῶ, δουλεύειν Ἡρόδ. 2.172· οὐ δ., ἀρνοῦμαι, δὲν συναινῶ, Θουκ. 2.172· μετ’ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρ., ἐπιθυμῶ νὰ πράξῃ τίς τι, Ἡρόδ. 3.118. - Παθ. τὸ δικαιωθέν, ὅ,τι ἔχει ὁρισθῆ, Διον, Ἁλ. 10.1. ΙΙΙ. [[ἀπονέμω]] δικαιοσύνην εἴς τινα, [[δικάζω]], ὅ ἐ. 1) [[καταδικάζω]], κατὰ μέσ. μέλλ., Θουκ. 3.40· [[κολάζω]], τιμωρῶ, Ἡρόδ. 1.100, 3.29, πρβλ. Cic. 2 Verr. 5.57, Ruhnk. Τίμ. - Παθ., ἀποδίδοται εἰς ἐμὲ [[δικαιοσύνη]], ἀντίθ. ἀδικεῖσθαι, Ἀριστ. Ἠθ.Ν. 5.9,2· τιμωροῦμαι, Πλάτ. Νόμ. 934Β.<br />2) κηρύττω τινὰ δίκαιον, Ἑβδ. (Ἐξόδ. κγ΄,7, Ἱερ. γ΄,11), Εὐαγγ. κ.Λουκ. ις΄, 15, κτλ.· συχνὸν ἐν τῷ παθ., [[αὐτόθι]] ζ΄,35, κτλ.
|lstext='''δῐκαιόω''': Ἰων. ἀπαρέμφ. [[δικαιεῦν]], Ἡρόδ. 6.82· μέλλ. -ώσω. Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 5.92, Θουκ. 5.26· -ώσομαι Θουκ 3.40 ἀόρ. ἐδικαίωσα ὁ αὐτ. 2.71. - Παθ. μέλλ. -ωθήσομαι Ἑβδ. Ι. ἐπανορθῶ, διορθώνω, [[νόμος]]… δικαιῶν τὸ βιαιότατον Πίνδ. Ἀποσπ. 151.4· -δικαιωθείς, δοκιμασθείς, ἐξετασθείς, Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. θεωρῶ ὡς δίκαιον, [[νομίζω]] κατάλληλον, ἔχω ἀξιώσεις ἢ ἀπαιτῶ τι ὡς δίκαιον, κτλ. μετ’ ἀπαρ. ὡς τὸ [[ἀξιόω]] Ἡρόδ. 1.89, 113, Ἱππ. Ἀγμ. 772· δεινά με δρᾶσαι δικαιοῖ Σοφ. Ο.Τ. 640, πρβλ 575. δ. τι γενέσθαι Ἡρόδ. 9.93· δικαιοῦντες μὴ ἀφαιρεθῆναι αὐτὴν Θουκ. 2.41· τὸ ἀπαρέμφ. [[πολλάκις]] παραλείπεται, ὡς οὕτω δ. (γενέσθαι) Ἡρόδ. 9.42· [[οὕτως]], [[ὅποι]] ποτὲ θεὸς δικαιοῖ Σοφ. Φ.780· -συναινῶ, δουλεύειν Ἡρόδ. 2.172· οὐ δ., ἀρνοῦμαι, δὲν συναινῶ, Θουκ. 2.172· μετ’ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρ., ἐπιθυμῶ νὰ πράξῃ τίς τι, Ἡρόδ. 3.118. - Παθ. τὸ δικαιωθέν, ὅ,τι ἔχει ὁρισθῆ, Διον, Ἁλ. 10.1. ΙΙΙ. [[ἀπονέμω]] δικαιοσύνην εἴς τινα, [[δικάζω]], ὅ ἐ. 1) [[καταδικάζω]], κατὰ μέσ. μέλλ., Θουκ. 3.40· [[κολάζω]], τιμωρῶ, Ἡρόδ. 1.100, 3.29, πρβλ. Cic. 2 Verr. 5.57, Ruhnk. Τίμ. - Παθ., ἀποδίδοται εἰς ἐμὲ [[δικαιοσύνη]], ἀντίθ. ἀδικεῖσθαι, Ἀριστ. Ἠθ.Ν. 5.9,2· τιμωροῦμαι, Πλάτ. Νόμ. 934Β.<br />2) κηρύττω τινὰ δίκαιον, Ἑβδ. (Ἐξόδ. κγ΄,7, Ἱερ. γ΄,11), Εὐαγγ. κ.Λουκ. ις΄, 15, κτλ.· συχνὸν ἐν τῷ παθ., [[αὐτόθι]] ζ΄,35, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> δικαιώσω et δικαιώσομαι, <i>ao.</i> ἐδικαίωσα, <i>pf. inus;<br />Pass. f.</i> δικαιωθήσομαι, <i>ao.</i> ἐδικαιώθην, <i>pf.</i> δεδικαίωμαι;<br /><b>I.</b> rendre juste, établir comme juste ; prouver;<br /><b>II.</b> regarder comme juste, juger légitime ; <i>p. suite</i> :<br /><b>1</b> désirer, vouloir;<br /><b>2</b> consentir à, inf.;<br /><b>III.</b> rendre justice à ; condamner, châtier, punir;<br /><i><b>Moy.</b></i> δικαιόομαι-οῦμαι rendre justice ; condamner.<br />'''Étymologie:''' [[δίκαιος]].
}}
}}