Anonymous

διαυγάζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_1)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαυγάζω''': [[διαλάμπω]], [[λάμπω]] διὰ μέσου τινός, τινι Πλούτ. 2.893D· -διαυγάζει [[ἡμέρα]], ἀρχίζει νὰ ἀνατέλλῃ, ἔρχεται ἡ «[[αὐγή]]», Β’ Ἐπιστ. Πέτρ. α΄,19· ἅμα τῷ διαυγάζειν Πολύβ. 3.104,5.
|lstext='''διαυγάζω''': [[διαλάμπω]], [[λάμπω]] διὰ μέσου τινός, τινι Πλούτ. 2.893D· -διαυγάζει [[ἡμέρα]], ἀρχίζει νὰ ἀνατέλλῃ, ἔρχεται ἡ «[[αὐγή]]», Β’ Ἐπιστ. Πέτρ. α΄,19· ἅμα τῷ διαυγάζειν Πολύβ. 3.104,5.
}}
{{bailly
|btext=briller à travers.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[αὐγάζω]].
}}
}}