Anonymous

διανύω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_14)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διανύω''': μεταγεν. [[ὡσαύτως]] διανύτω [ῠ]· μέλλ. -ανύσω· ([[ἀνύω]])· - [[φέρω]] ἐντελῶς εἰς [[πέρας]], κατορθώνω, τελειώνω, μετ᾿ αἰτ., κέλευθον δ., Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπ. 108, εἰς Δήμ. 381· οὕτω, δ. δίαυλον Εὐρ. Ἠλ. 825· ὁδὸν Ξεν., κτλ.· - [[ἐντεῦθεν]] [[ὡσαύτως]] μετ᾿ αἰτ. τόπου (παραλειπομένου τοῦ ὁδόν), πολὺν διὰ πόντον ἀνύσσας, ἀφοῦ ἐτελείωσε τὸν διὰ τῆς θαλάσσης δρόμον του, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 633· πλεῖον δ., [[διέρχομαι]] μεγαλείτερον [[διάστημα]], Ἀριστ. π. ἀτόμ. γραμμῶν 5· - ἀπολ., δ. εἰς τόπον, [[φθάνω]] εἴς τι [[μέρος]], Πολύβ. 3. 53, 9· πρβλ. [[ἀνύω]] Ι. 3· - [[μετὰ]] μετοχ., παύομαι πράττων τι, οὔ πω κακότητα διήνυσεν ἣν ἀγορεύων Ὀδ. Ρ. 517· [[ἀλλά]], πόνοις σε διδοῦσα διήνυσεν, ἐξηκολούθησε νὰ δίδῃ..., Εὐρ. Ὀρ. 1663.
|lstext='''διανύω''': μεταγεν. [[ὡσαύτως]] διανύτω [ῠ]· μέλλ. -ανύσω· ([[ἀνύω]])· - [[φέρω]] ἐντελῶς εἰς [[πέρας]], κατορθώνω, τελειώνω, μετ᾿ αἰτ., κέλευθον δ., Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπ. 108, εἰς Δήμ. 381· οὕτω, δ. δίαυλον Εὐρ. Ἠλ. 825· ὁδὸν Ξεν., κτλ.· - [[ἐντεῦθεν]] [[ὡσαύτως]] μετ᾿ αἰτ. τόπου (παραλειπομένου τοῦ ὁδόν), πολὺν διὰ πόντον ἀνύσσας, ἀφοῦ ἐτελείωσε τὸν διὰ τῆς θαλάσσης δρόμον του, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 633· πλεῖον δ., [[διέρχομαι]] μεγαλείτερον [[διάστημα]], Ἀριστ. π. ἀτόμ. γραμμῶν 5· - ἀπολ., δ. εἰς τόπον, [[φθάνω]] εἴς τι [[μέρος]], Πολύβ. 3. 53, 9· πρβλ. [[ἀνύω]] Ι. 3· - [[μετὰ]] μετοχ., παύομαι πράττων τι, οὔ πω κακότητα διήνυσεν ἣν ἀγορεύων Ὀδ. Ρ. 517· [[ἀλλά]], πόνοις σε διδοῦσα διήνυσεν, ἐξηκολούθησε νὰ δίδῃ..., Εὐρ. Ὀρ. 1663.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> διήνυσα, <i>etc.</i><br />achever, mener à terme (un voyage) ; avec un part. achever de : οὔ πω διήνυσεν ἀγορεύων OD il n’a pas encore fini de raconter.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἀνύω]].
}}
}}