Anonymous

ἐξορθιάζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξορθιάζω''': βοῶ μεγαλοφώνως, κἀξορθιάζων, «ἀνατεταμένα βοῶ» (Σχόλ.), Αἰσχ. Χο. 271. ΙΙ. μεταφ., ἔχω τι ὄρθιον, ἐξορθιάζων τῷ αἰδοίῳ, μὲ ὄρθιον [[αἰδοῖον]], περὶ τοῦ ἀγάλματος τοῦ Ὀσίριδος, Πλουτ. 2. 371F.
|lstext='''ἐξορθιάζω''': βοῶ μεγαλοφώνως, κἀξορθιάζων, «ἀνατεταμένα βοῶ» (Σχόλ.), Αἰσχ. Χο. 271. ΙΙ. μεταφ., ἔχω τι ὄρθιον, ἐξορθιάζων τῷ αἰδοίῳ, μὲ ὄρθιον [[αἰδοῖον]], περὶ τοῦ ἀγάλματος τοῦ Ὀσίριδος, Πλουτ. 2. 371F.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> élever la voix, prononcer en s’écriant, acc.;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> se dresser, se raidir.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὀρθιάζω]].
}}
}}