Anonymous

διεξελαύνω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διεξελαύνω''': μέλλ. -ελάσω, Ἀττ. -ελῶ· ― ἀμεταβ. (πρβλ. [[ἐλαύνω]]), διαπερνῶ, [[διέρχομαι]] ἐφ’ ἁμάξης, [[ἔφιππος]] ἢ [[πεζός]], ἀπολ., Ἡρόδ. 1. 187· μετ’ αἰτ. τόπ., δ. τὴν ἄνυδρον 3. 11· τὰς πύλας 5. 52, κτλ.· [[ὡσαύτως]], κατὰ τὸ [[προάστειον]] 3. 86· δ. ἐπὶ ἅρματος 7. 100· δ. ἵππῳ τὸν ποταμὸν Πλούτ. Ποπλ. 19· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν. τόπ., δ. τῆς Ρώμης ὁ αὐτ. Καμ. 7.
|lstext='''διεξελαύνω''': μέλλ. -ελάσω, Ἀττ. -ελῶ· ― ἀμεταβ. (πρβλ. [[ἐλαύνω]]), διαπερνῶ, [[διέρχομαι]] ἐφ’ ἁμάξης, [[ἔφιππος]] ἢ [[πεζός]], ἀπολ., Ἡρόδ. 1. 187· μετ’ αἰτ. τόπ., δ. τὴν ἄνυδρον 3. 11· τὰς πύλας 5. 52, κτλ.· [[ὡσαύτως]], κατὰ τὸ [[προάστειον]] 3. 86· δ. ἐπὶ ἅρματος 7. 100· δ. ἵππῳ τὸν ποταμὸν Πλούτ. Ποπλ. 19· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν. τόπ., δ. τῆς Ρώμης ὁ αὐτ. Καμ. 7.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> διεξελῶ, <i>ao.</i> διεξήλασα;<br /><b>1</b> s’avancer à cheval <i>ou</i> sur un char;<br /><b>2</b> traverser à cheval <i>ou</i> avec une troupe, acc. <i>ou</i> gén..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἐξελαύνω]].
}}
}}