3,274,159
edits
(6_2) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χάζω''': [[κάμνω]] τινὰ νὰ ὑποχωρήση· τὸ ἐνεργητ. εὕρηται μόνον ἐν τῷ συνθέτῳ [[ἀναχάζω]], (παρὰ δὲ Ἡσυχ. καὶ παραχάζω καὶ [[προχάζω]] [[ὡσαύτως]] μνημονεύεται), καὶ ἐν τῷ μετ’ Ἐπικ. ἀναδιπλ. ἀορ. κέκᾰδον, μέλλ. κεκᾰδήσω· [[ἀναγκάζω]] τινὰ νὰ ἀποχωρήςῃ ἔκ τινος, στερῶ, ἀποστερῶ τινά τινος, τούς… θυμοῦ καὶ ψυχῆς κεκαδὼν Ἰλ. Λ. 334· ἀριστῆας κακαδήσει θυμοῦ καὶ ψυχῆς «στερήσει» (Σχόλ.) Ὀδ. Φ. 153. 170. Β. Μέσ. χάζομαι, Ἰλ.· Ἐπικ. παρατ. χάζετο, Ἰλ.· μέλλ. χάσομαι, Ἐπικ. χάσσομαι Ἰλ. Ν. 153· ― ἀόρ α΄ ἐχᾰσάμην, Ἐπικ. γ΄ ἑνικ. χάσσατο [[αὐτόθι]] 193, ἀπαρ. χάσσασθαι Μ. 173· μετοχ. χασσάμενος Ν. 148, κτλ.· ― [[ὡσαύτως]] ἐν Ἰλ. Δ. 497., Ο. 574 κεκάδοντο (ἀντὶ κεχάδοντο) γ΄ πληθ. τοῦ μετ’ ἀναδιπλ. ἀόρ. β΄ κεκαδόμην. (Ὁ Κούρτ. ἀναφέρει τὴν λέξιν εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν εἰς ἣν καὶ τὸ χήρα, (ὃ ἴδε). Ὑποχωρῶ, ἀποσύρομαι, ὀπισθοχωρῶ, [[ὑπείκω]], ἐνδίδω, [[συχν]]. ἐν Ἰλ. ([[οὐδαμοῦ]] ἐν τῇ Ὀδ.), χάζεο Ἰλ Ε. 440· ὁ δὲ χασσάμενος πελεμίχθη Δ. 535· οὐδ’ ὅγε [[πάμπαν]] χάζετ’ Μ. 407· ἄψ δ’ ἑτάρων εἰς [[ἔθνος]] ἐχάζετο Γ. 32, Λ. 585, κ. ἀλλ.· αἰὲν [[ὀπίσσω]] χάζοντο Ε. 702, Σ. 160. 2) ὡς τὸ ἰσοδύναμον [[χωρέω]] [[μετὰ]] γεν., ὑποχωρῶ, ἀποσύρομαι ἔκ τινος, πυλάων χάσσασθαι Μ. 172· χάζοντο κελεύθου Λ. 504· χάζεσθε μάχης Ο. 426, πρβλ. Λ. 539· ὁ δὲ χάσσατ’ [[ὀπίσσω]] νεκρῶν Ν. 193, πρβλ. Ρ. 357· σπανιώτερον μετά προθέσ. χ. ἐκ βελέων Π. 122· χάσσονται ὑπ’ ἔγχεος Ν. 153· οὐδὲ δὴν χάζετο ἀνδρὸς οὐδ’ ἦτο αὐτὸς (ἢ ὁ [[λίθος]]) ἐπὶ πολὺ μακρὰν τοῦ ἀνδρός, δηλ. σχεδὸν ἔπληξεν αὐτόν, Π. 736. 3) τὸ οὐ χάζομαι, ἐν Εὐρ. Ὀρ. 1116, Ἀλκ. 326, νῦν γράφεται οὐχ ἄζομαι, οὐ φοβοῦμαι, ἴδε Elmsl. καὶ Monk. ἔνθ’ ἀνωτ., καὶ πρβλ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 389. ― Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] ποιητ. καὶ [[κυρίως]] Ἐπική, πλὴν ἐν τοῖς συνθέτοις ἀνα-, [[διαχάζομαι]], ἃ ἴδε. | |lstext='''χάζω''': [[κάμνω]] τινὰ νὰ ὑποχωρήση· τὸ ἐνεργητ. εὕρηται μόνον ἐν τῷ συνθέτῳ [[ἀναχάζω]], (παρὰ δὲ Ἡσυχ. καὶ παραχάζω καὶ [[προχάζω]] [[ὡσαύτως]] μνημονεύεται), καὶ ἐν τῷ μετ’ Ἐπικ. ἀναδιπλ. ἀορ. κέκᾰδον, μέλλ. κεκᾰδήσω· [[ἀναγκάζω]] τινὰ νὰ ἀποχωρήςῃ ἔκ τινος, στερῶ, ἀποστερῶ τινά τινος, τούς… θυμοῦ καὶ ψυχῆς κεκαδὼν Ἰλ. Λ. 334· ἀριστῆας κακαδήσει θυμοῦ καὶ ψυχῆς «στερήσει» (Σχόλ.) Ὀδ. Φ. 153. 170. Β. Μέσ. χάζομαι, Ἰλ.· Ἐπικ. παρατ. χάζετο, Ἰλ.· μέλλ. χάσομαι, Ἐπικ. χάσσομαι Ἰλ. Ν. 153· ― ἀόρ α΄ ἐχᾰσάμην, Ἐπικ. γ΄ ἑνικ. χάσσατο [[αὐτόθι]] 193, ἀπαρ. χάσσασθαι Μ. 173· μετοχ. χασσάμενος Ν. 148, κτλ.· ― [[ὡσαύτως]] ἐν Ἰλ. Δ. 497., Ο. 574 κεκάδοντο (ἀντὶ κεχάδοντο) γ΄ πληθ. τοῦ μετ’ ἀναδιπλ. ἀόρ. β΄ κεκαδόμην. (Ὁ Κούρτ. ἀναφέρει τὴν λέξιν εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν εἰς ἣν καὶ τὸ χήρα, (ὃ ἴδε). Ὑποχωρῶ, ἀποσύρομαι, ὀπισθοχωρῶ, [[ὑπείκω]], ἐνδίδω, [[συχν]]. ἐν Ἰλ. ([[οὐδαμοῦ]] ἐν τῇ Ὀδ.), χάζεο Ἰλ Ε. 440· ὁ δὲ χασσάμενος πελεμίχθη Δ. 535· οὐδ’ ὅγε [[πάμπαν]] χάζετ’ Μ. 407· ἄψ δ’ ἑτάρων εἰς [[ἔθνος]] ἐχάζετο Γ. 32, Λ. 585, κ. ἀλλ.· αἰὲν [[ὀπίσσω]] χάζοντο Ε. 702, Σ. 160. 2) ὡς τὸ ἰσοδύναμον [[χωρέω]] [[μετὰ]] γεν., ὑποχωρῶ, ἀποσύρομαι ἔκ τινος, πυλάων χάσσασθαι Μ. 172· χάζοντο κελεύθου Λ. 504· χάζεσθε μάχης Ο. 426, πρβλ. Λ. 539· ὁ δὲ χάσσατ’ [[ὀπίσσω]] νεκρῶν Ν. 193, πρβλ. Ρ. 357· σπανιώτερον μετά προθέσ. χ. ἐκ βελέων Π. 122· χάσσονται ὑπ’ ἔγχεος Ν. 153· οὐδὲ δὴν χάζετο ἀνδρὸς οὐδ’ ἦτο αὐτὸς (ἢ ὁ [[λίθος]]) ἐπὶ πολὺ μακρὰν τοῦ ἀνδρός, δηλ. σχεδὸν ἔπληξεν αὐτόν, Π. 736. 3) τὸ οὐ χάζομαι, ἐν Εὐρ. Ὀρ. 1116, Ἀλκ. 326, νῦν γράφεται οὐχ ἄζομαι, οὐ φοβοῦμαι, ἴδε Elmsl. καὶ Monk. ἔνθ’ ἀνωτ., καὶ πρβλ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 389. ― Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] ποιητ. καὶ [[κυρίως]] Ἐπική, πλὴν ἐν τοῖς συνθέτοις ἀνα-, [[διαχάζομαι]], ἃ ἴδε. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. ao.2 épq.</i> [[κέκαδον]] <i>p.</i> *κέχαδον <i>et f. épq.</i> [[κεκαδήσω]];<br />écarter ; séparer de, priver de, gén.;<br /><i><b>Moy.</b></i> χάζομαι (<i>f.</i> χάσομαι, <i>épq.</i> χάσσομαι, <i>ao.</i> ἐχασάμην, <i>épq.</i> χασσάμην, <i>ao.2 épq. 3ᵉ pl.</i> [[κεκάδοντο]], <i>p.</i> *κεχάδοντο) s’éloigner, se retirer de, <i>gén. ou</i> [[ἐκ]] avec le gén. ; <i>abs.</i> [[ἄψ]] IL <i>ou</i> [[ὀπίσσω]] IL se retirer en arrière, se reculer ; ὑπ’ ἔγχεος IL se reculer menacé par une lance ; avec un inf., se soustraire à, refuser de ; δὶς [[θανεῖν]] oὐ χάζομαι EUR je ne refuse pas de mourir deux fois.<br />'''Étymologie:''' R. Χα, être privé de ; cf. [[χήρα]]. | |||
}} | }} |