Anonymous

πέλωρος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_10)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πέλωρος''': -η, -ον, [[ὡσαύτως]] ο, ον Ὀδ. Ο. 161· ([[πέλωρ]])· - [[τερατώδης]], [[πελώριος]], [[ὑπερμεγέθης]], [[μετὰ]] παραλλήλου ἐννοίας τοῦ φοβεροῦ, [[τρομερός]], παρ’ Ὁμήρῳ πολὺ σπανιώτερον τοῦ τύπου [[πελώριος]], ἀλλὰ παρ’ Ἡσ. ὁ συνηθέστερος· δράκοντα φέρων ὀνύχεσσι [[πέλωρον]] Ἰλ. Μ. 202, 220· αἰετὸς ἀργὴν χῆνα φέρων ὀνύχεσσι [[πέλωρον]] Ὀδ. Ο. 161· π. ὄφιν, δεινόν τε μέγαν τε Ἡσ. Θ. 299· Γαῖα πελώρη (ὁ [[Ὅμηρος]] δὲν ἔχει θηλ.) [[αὐτόθι]] 159, 173, κτλ.· - οὐδέτ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., πέλωρα βιβᾷ, βαδίζει βήμασι γιγαντιαίοις, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 225.
|lstext='''πέλωρος''': -η, -ον, [[ὡσαύτως]] ο, ον Ὀδ. Ο. 161· ([[πέλωρ]])· - [[τερατώδης]], [[πελώριος]], [[ὑπερμεγέθης]], [[μετὰ]] παραλλήλου ἐννοίας τοῦ φοβεροῦ, [[τρομερός]], παρ’ Ὁμήρῳ πολὺ σπανιώτερον τοῦ τύπου [[πελώριος]], ἀλλὰ παρ’ Ἡσ. ὁ συνηθέστερος· δράκοντα φέρων ὀνύχεσσι [[πέλωρον]] Ἰλ. Μ. 202, 220· αἰετὸς ἀργὴν χῆνα φέρων ὀνύχεσσι [[πέλωρον]] Ὀδ. Ο. 161· π. ὄφιν, δεινόν τε μέγαν τε Ἡσ. Θ. 299· Γαῖα πελώρη (ὁ [[Ὅμηρος]] δὲν ἔχει θηλ.) [[αὐτόθι]] 159, 173, κτλ.· - οὐδέτ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., πέλωρα βιβᾷ, βαδίζει βήμασι γιγαντιαίοις, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 225.
}}
{{bailly
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br />d’une grandeur <i>ou</i> d’une grosseur énorme, prodigieux, monstrueux.<br />'''Étymologie:''' [[πέλωρ]].
}}
}}