3,277,649
edits
(6_9) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπήνη''': ἡ, [[κυρίως]] ἡ τοῦ ἄνω χείλους [[τρίχωσις]], αἱ [[ὑπὲρ]] τὸ ἄνω [[χεῖλος]] τρίχες αἵτινες πρῶται φύονται (πρβλ. [[ὑπηνήτης]]), ὁ [[μύσταξ]] κατὰ διαστολὴν ἀπὸ τοῦ πώγωνος, Εὔβουλος ἐν «Στεφανοπώλισι» 7, ἴδε Φώτ., Σουΐδ.· ἢ [[καθόλου]], ὁ [[πώγων]], ἡ [[γενειάς]], Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 30· τὴν ὑπ. ἄκουρον τρέφειν Ἀριστοφ. Σφ. 476· μολύνειν τὴν ὑπ. ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1286· ὑπήνας ἕλκειν, ἀφίνειν τὴν γενειάδα νὰ αὐξηθῇ, τρέφειν μακρὰν γενειάδα, ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 1072· [[ἄναξ]] ὑπήνης, ἐπὶ τοῦ ἔχοντος μέγαν πώγωνα, Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Πρέσβεσι» 4. 2) ἐν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 11, 13, φαίνεται ὅτι σημαίνει τὸ ἄνω [[χεῖλος]], καὶ τὴν ὑπ. καὶ τὸ [[γένειον]] δασὺ ἔχειν. (Ἴσως ἐκ τῆς προθέσεως ὑπὸ καὶ ῥίζης τινὸς ἀνευρισκομένης ἐν τῷ Σανσκρ. ana (τὸ [[μέρος]] τὸ ὑπὸ τὴν [[ῥῖνα]]).). | |lstext='''ὑπήνη''': ἡ, [[κυρίως]] ἡ τοῦ ἄνω χείλους [[τρίχωσις]], αἱ [[ὑπὲρ]] τὸ ἄνω [[χεῖλος]] τρίχες αἵτινες πρῶται φύονται (πρβλ. [[ὑπηνήτης]]), ὁ [[μύσταξ]] κατὰ διαστολὴν ἀπὸ τοῦ πώγωνος, Εὔβουλος ἐν «Στεφανοπώλισι» 7, ἴδε Φώτ., Σουΐδ.· ἢ [[καθόλου]], ὁ [[πώγων]], ἡ [[γενειάς]], Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 30· τὴν ὑπ. ἄκουρον τρέφειν Ἀριστοφ. Σφ. 476· μολύνειν τὴν ὑπ. ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1286· ὑπήνας ἕλκειν, ἀφίνειν τὴν γενειάδα νὰ αὐξηθῇ, τρέφειν μακρὰν γενειάδα, ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 1072· [[ἄναξ]] ὑπήνης, ἐπὶ τοῦ ἔχοντος μέγαν πώγωνα, Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Πρέσβεσι» 4. 2) ἐν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 11, 13, φαίνεται ὅτι σημαίνει τὸ ἄνω [[χεῖλος]], καὶ τὴν ὑπ. καὶ τὸ [[γένειον]] δασὺ ἔχειν. (Ἴσως ἐκ τῆς προθέσεως ὑπὸ καὶ ῥίζης τινὸς ἀνευρισκομένης ἐν τῷ Σανσκρ. ana (τὸ [[μέρος]] τὸ ὑπὸ τὴν [[ῥῖνα]]).). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />barbe de la lèvre supérieure, moustache, <i>p. ext.</i> barbe.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], *ἥνη, primitif de [[ἡνίον]]. | |||
}} | }} |