3,251,689
edits
(6_11) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περιληπτικός''': -ή, -όν, ὁ δυνάμενος νὰ περιλάβῃ τι. ὅσοις δ’ ἡ τοῦ δέρματος [[φύσις]] ἐναντιοῦται διὰ σκληρότητα πρὸς τὸ μὴ περιληπτικὴν [[εἶναι]] [[μηδὲ]] μαλθακὴν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 12, 3, ΙΙ. ὁ περιλαμβάνων, περιέχων, ἡ δὲ τοῦ δωδεκαέδρου [[φύσις]] περιληπτικὴ τῶν ἄλλων σχημάτων οὖσα Πλούτ. 2. 428D, πρβλ. 1003D, κτλ.· ὁ πολλὰ περιλαμβάνων, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 143· περιληπτικὸν [[ὄνομα]] Ἐτυμολ. Μέγ., κτλ.· πρβλ. [[περίληψις]]. - Ἐπίρρ. -κῶς, Κλήμ. Ἀλ. 802, κτλ. | |lstext='''περιληπτικός''': -ή, -όν, ὁ δυνάμενος νὰ περιλάβῃ τι. ὅσοις δ’ ἡ τοῦ δέρματος [[φύσις]] ἐναντιοῦται διὰ σκληρότητα πρὸς τὸ μὴ περιληπτικὴν [[εἶναι]] [[μηδὲ]] μαλθακὴν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 12, 3, ΙΙ. ὁ περιλαμβάνων, περιέχων, ἡ δὲ τοῦ δωδεκαέδρου [[φύσις]] περιληπτικὴ τῶν ἄλλων σχημάτων οὖσα Πλούτ. 2. 428D, πρβλ. 1003D, κτλ.· ὁ πολλὰ περιλαμβάνων, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 143· περιληπτικὸν [[ὄνομα]] Ἐτυμολ. Μέγ., κτλ.· πρβλ. [[περίληψις]]. - Ἐπίρρ. -κῶς, Κλήμ. Ἀλ. 802, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui a la propriété de comprendre, d’embrasser, gén..<br />'''Étymologie:''' [[περιλαμβάνω]]. | |||
}} | }} |