Anonymous

θαῦμα: Difference between revisions

From LSJ
1,135 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_3
(6_21)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θαῦμα''': τό, Ἰων. θωῦμα ἢ [[μᾶλλον]] [[θῶμα]], ὡς θωμάζω, θωμάσιος, κτλ., Δινδ. Διαλ. Ἡροδ. σ. xxxvii ([[θάομαι]]). ΙΙ. ὅ,τι βλέπει τις [[μετὰ]] θαυμασμοῦ, θαυμάσιον [[πρᾶγμα]], παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ. ἀείποτε καθ’ ἑνικ. ὡς Ἰλ. Ν. 99, κτλ.· θαῦμ’ ἐτέτυκτο πελώριον, περὶ τοῦ Πολυφήμου, Ὀδ. Ι. 190· [[θαῦμα]] βροτοῖσι, ἐπὶ ὡραίας γυναικός, Λ. 287· ἄσπετόν τι θ., ἐπὶ τοῦ Ἡρακλέους, Σοφ. Tρ. 961, κτλ.· - [[συχνάκις]] μετ’ ἀπαρ., [[θαῦμα]] ἰδέσθαι, θαυμάσιον [[πρᾶγμα]] νὰ τὸ ἴδῃ τις, Ὀδ. Ι, 190, κτλ.· [[θαῦμα]] [[ἰδεῖν]] Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 206, Ἡσ.· θαῦμ’ [[ἰδεῖν]] εὐκοσμίας Εὐρ. Βάκχ. 693· [[θαῦμα]] ἀκοῦσαι Πίνδ. Π. 1. 50· θ. μαθεῖν Σοφ. Tρ. 673, κτλ.· - θαῦμ’ ὅτι …, παράδοξον ὅτι..., Θεόκρ. 15. 2· οὐ θαῦμά ἐστι, οὐ θαυμαστόν, Πίνδ. Ν. 10. 94· καὶ θαῦμά γ’ οὐδέν, καὶ [[οὐδαμῶς]] εἶνε θαυμαστόν, παράδοξον, Ἀριστοφ. Πλ. 99· [[θαῦμα]] οὐδέν, μετ’ ἀπαρ., Πλάτ. Πολ. 498I), κτλ.· τὶ τοῦτο θ., Εὐρ. Ἱππ. 439· οὕτω παρ’ Ὁμ., ἦ [[μάλα]] [[θαῦμα]] [[κύων]] ὅδε κεῖται Ὀδ. Ρ. 306· θ. σοφιστικῆς Πλάτ. Σοφ. 233Α· - [[θῶμα]] ποιεῖσθαί τι Ἡρόδ. 1, 68., 9. 58· ἤ, [[θῶμα]] ποιεῖσθαί τινος ὁ αὐτ. 3. 23., 7. 99· - μεθ’ Ὅμ. καὶ κατὰ πληθ., θαύματ’ ἐμοὶ κλύειν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1166· θαύματ’ ἀνθρώποις ὁρᾶν Εὐρ. Ἴωνι 1142· θαυμάτων κρείσσονα ἢ [[πέρα]], πράγματα ἀνώτερα θαυμάτων, ὁ αὐτ. Βάκχ. 667, Ἑκ. 714. 2) ἐν τῷ πληθ. [[ὡσαύτως]], τεχνάσματα θαυματοποιοῦ, Πλάτ. Πολ. 514Β, Νόμ. 658Β· θαυμάσια γυμναστικὰ παίγνια, Ξεν. Συμπ. 2, 1, πρβλ. 7, 2, Casaub. Θεοφρ. Χαρ. 6. 2, Ἀθήν. 22. ΙΙ. [[θαυμασμός]], [[ἔκπληξις]], θαῦμά μ’ ἔχει ὡς.. Ὀδ. Κ. 326, κτλ.· καί, [[ἔσχον]] [[θαῦμα]] Σοφ. Ἠλ. 897· θ. δ’ ὄμμασιν πάρα Αἰσχύλ. Εὐμ. 407· θ. μ’ ὑποδύεται Σοφ. Ἠλ. 928· θ. μ’ ἐλάμβανεν Ἀριστοφ. Ὄρν. 511· θαύματος [[ἄξιος]], [[ἄξιος]] θαυμασμοῦ, Εὐρ. Ἱππ. 906, κτλ.· ἐν θώματί εἰμι ἢ [[γίγνομαι]], εἶμαι ἢ [[γίνομαι]] [[ἔκθαμβος]], [[ἔκπληκτος]], Ἡρόδ. 1. 68, κ. ἀλλ., Θουκ. 8. 14· ἐν θώματι ἔχεσθαι ἢ ἐνέχεσθαι Ἡρόδ. 8. 135., 7.128· τινός, ἔν τινι πράγματι, ὁ αὐτ. 9. 37· θ. ποιεῖσθαι [[περί]] τινος ὁ αὐτ. 3. 23· ἐν θαύματι ποιεῖσθαι Πλούτ. Πομπ. 14· διὰ θαύματος ἔχειν Ἡρωδιαν. 2. 2, 17· - πληθ., θαυμάτων ἐπάξια Εὐρ. Βάκχ. 716, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 967Α.
|lstext='''θαῦμα''': τό, Ἰων. θωῦμα ἢ [[μᾶλλον]] [[θῶμα]], ὡς θωμάζω, θωμάσιος, κτλ., Δινδ. Διαλ. Ἡροδ. σ. xxxvii ([[θάομαι]]). ΙΙ. ὅ,τι βλέπει τις [[μετὰ]] θαυμασμοῦ, θαυμάσιον [[πρᾶγμα]], παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ. ἀείποτε καθ’ ἑνικ. ὡς Ἰλ. Ν. 99, κτλ.· θαῦμ’ ἐτέτυκτο πελώριον, περὶ τοῦ Πολυφήμου, Ὀδ. Ι. 190· [[θαῦμα]] βροτοῖσι, ἐπὶ ὡραίας γυναικός, Λ. 287· ἄσπετόν τι θ., ἐπὶ τοῦ Ἡρακλέους, Σοφ. Tρ. 961, κτλ.· - [[συχνάκις]] μετ’ ἀπαρ., [[θαῦμα]] ἰδέσθαι, θαυμάσιον [[πρᾶγμα]] νὰ τὸ ἴδῃ τις, Ὀδ. Ι, 190, κτλ.· [[θαῦμα]] [[ἰδεῖν]] Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 206, Ἡσ.· θαῦμ’ [[ἰδεῖν]] εὐκοσμίας Εὐρ. Βάκχ. 693· [[θαῦμα]] ἀκοῦσαι Πίνδ. Π. 1. 50· θ. μαθεῖν Σοφ. Tρ. 673, κτλ.· - θαῦμ’ ὅτι …, παράδοξον ὅτι..., Θεόκρ. 15. 2· οὐ θαῦμά ἐστι, οὐ θαυμαστόν, Πίνδ. Ν. 10. 94· καὶ θαῦμά γ’ οὐδέν, καὶ [[οὐδαμῶς]] εἶνε θαυμαστόν, παράδοξον, Ἀριστοφ. Πλ. 99· [[θαῦμα]] οὐδέν, μετ’ ἀπαρ., Πλάτ. Πολ. 498I), κτλ.· τὶ τοῦτο θ., Εὐρ. Ἱππ. 439· οὕτω παρ’ Ὁμ., ἦ [[μάλα]] [[θαῦμα]] [[κύων]] ὅδε κεῖται Ὀδ. Ρ. 306· θ. σοφιστικῆς Πλάτ. Σοφ. 233Α· - [[θῶμα]] ποιεῖσθαί τι Ἡρόδ. 1, 68., 9. 58· ἤ, [[θῶμα]] ποιεῖσθαί τινος ὁ αὐτ. 3. 23., 7. 99· - μεθ’ Ὅμ. καὶ κατὰ πληθ., θαύματ’ ἐμοὶ κλύειν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1166· θαύματ’ ἀνθρώποις ὁρᾶν Εὐρ. Ἴωνι 1142· θαυμάτων κρείσσονα ἢ [[πέρα]], πράγματα ἀνώτερα θαυμάτων, ὁ αὐτ. Βάκχ. 667, Ἑκ. 714. 2) ἐν τῷ πληθ. [[ὡσαύτως]], τεχνάσματα θαυματοποιοῦ, Πλάτ. Πολ. 514Β, Νόμ. 658Β· θαυμάσια γυμναστικὰ παίγνια, Ξεν. Συμπ. 2, 1, πρβλ. 7, 2, Casaub. Θεοφρ. Χαρ. 6. 2, Ἀθήν. 22. ΙΙ. [[θαυμασμός]], [[ἔκπληξις]], θαῦμά μ’ ἔχει ὡς.. Ὀδ. Κ. 326, κτλ.· καί, [[ἔσχον]] [[θαῦμα]] Σοφ. Ἠλ. 897· θ. δ’ ὄμμασιν πάρα Αἰσχύλ. Εὐμ. 407· θ. μ’ ὑποδύεται Σοφ. Ἠλ. 928· θ. μ’ ἐλάμβανεν Ἀριστοφ. Ὄρν. 511· θαύματος [[ἄξιος]], [[ἄξιος]] θαυμασμοῦ, Εὐρ. Ἱππ. 906, κτλ.· ἐν θώματί εἰμι ἢ [[γίγνομαι]], εἶμαι ἢ [[γίνομαι]] [[ἔκθαμβος]], [[ἔκπληκτος]], Ἡρόδ. 1. 68, κ. ἀλλ., Θουκ. 8. 14· ἐν θώματι ἔχεσθαι ἢ ἐνέχεσθαι Ἡρόδ. 8. 135., 7.128· τινός, ἔν τινι πράγματι, ὁ αὐτ. 9. 37· θ. ποιεῖσθαι [[περί]] τινος ὁ αὐτ. 3. 23· ἐν θαύματι ποιεῖσθαι Πλούτ. Πομπ. 14· διὰ θαύματος ἔχειν Ἡρωδιαν. 2. 2, 17· - πληθ., θαυμάτων ἐπάξια Εὐρ. Βάκχ. 716, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 967Α.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>I.</b> objet d’étonnement <i>ou</i> d’admiration <i>en b. ou en mauv. part</i> :<br /><b>1</b> objet merveilleux <i>ou</i> monstrueux ; θαῦμά γ’ [[οὐδέν]] SOPH, [[οὐδέν]] [[γε]] [[θαῦμα]] SOPH il n’y a pas de quoi s’étonner, il n’y a rien d’étonnant ; <i>poét. au plur.</i> θαυμάτων [[πέρα]] EUR choses extraordinaires et qui passent les bornes;<br /><b>2</b> <i>au plur.</i> tours de force <i>ou</i> d’adresse, tours prestigieux;<br /><b>II.</b> étonnement, admiration, surprise : θαῦμά μ’ [[ἔχει]] OD <i>ou</i> ὑποδύεται SOPH l’étonnement me saisit, m’envahit ; [[θαῦμα]] [[ἔχω]] SOPH je suis étonné ; [[ἐν]] θωύματι [[εἶναι]] HDT <i>ou</i> [[γενέσθαι]] HDT être saisi d’étonnement ; [[θωῦμα]] ποιεῖσθαι [[τι]], τινος <i>ou</i> [[περί]] τινος HDT, [[ἐν]] θαύματι ποιεῖσθαι PLUT s’étonner <i>ou</i> s’émerveiller de qch.<br />'''Étymologie:''' R. ΘαϜ, contempler ; cf. [[θεάομαι]].
}}
}}