Anonymous

ἐλευθέριος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐλευθέριος''': -ον, [[ὡσαύτως]] α, ον, Ξεν. Συμπ. 8. 16: ― ὁ ὁμιλῶν ἢ πράττων ὡς [[ἄνθρωπος]] [[ἐλεύθερος]], ὁ ἐλευθεριάζων τοὺς τρόπους· ἔχει δὲ ἡ [[λέξις]] σχέσιν πρὸς τὸ [[ἐλεύθερος]], ὡς τὸ Λατ. liberalis πρὸς τὸ liber, Πλάτ. Γοργ. 485Β, κ. ἀλλ.· ἀνδρεῖοι καὶ ἐλ. ὁ αὐτ. Νόμ. 635C· ἀντίθετον τῷ [[δουλοπρεπής]], Ξεν. Ἀπομν. 2. 8, 4· [[περί]] τινων ζῴων [[οἷον]] τοῦ λέοντος, ἐλ. καὶ ἀνδρεῖα καὶ εὐγενῆ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 321. β) [[κυρίως]] ὁ ἐλευθέρως δίδων, γενναιόδωρος, ἐλ. εἰς χρήματα Ξεν. Συμπ. 4. 15, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 1. 2) ἐπὶ διατριβῆς, ἐπιτηδεύματος ἢ ἐνασχολήσεως, ἁρμόζων, [[πρέπων]] εἰς ἐλεύθερον ἄνδρα, πτηνῶν θήρας... [[ἔρως]] οὐ [[σφόδρα]] ἐλ. Πλάτ. Νόμ. 823Ε· ἐπιστῆμαι ὁ αὐτ. Ἀξ. 369Β· βίου ἐλευθερίου Μένανδ. ἐν «Πλοκίῳ» 7 ([[ἔνθα]] ὁ Meineke ἔχει ἐλευθέρου)· διαγωγὴ Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 5, 8· [[παιδεία]] [[αὐτόθι]] 8. 3, 10· [[πρᾶξις]], ἔργα [[αὐτόθι]] 2. 5, 10· τὸ ἐλευθέριον = [[ἐλευθεριότης]], Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 5· παροιμ., εἰδὲ μή, μηδέποθ’ [[ὕδωρ]] πίοιμι ἐλευθέριον, εἰδεμή, νὰ μὴν ἀξιωθῶ ποτε νὰ ἐλευθερωθῶ, [[ἐπειδὴ]] οἱ δοῦλοι ἐν Ἄργει μόνον ὅτε ἀπηλευθεροῦντο ἠδύναντο νὰ πίωσιν [[ὕδωρ]] ἐκ τῆς πηγῆς Κυνάδρας, Ἀντιφάν. ἐν «Ἀλειπτρίᾳ» 1. 4, πρβλ. Meineke ἐν τόπῳ. 3) ἐπὶ τοῦ ἐξωτερικοῦ, ἐπιβάλλων, [[ἐπιβλητικός]], [[εὐγενής]], [[ἀξιοπρεπής]], [[εὐπρεπής]] τε [[ἰδεῖν]] καὶ ἐλ. Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 22, πρβλ. Ἱππ. 10, 17, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 32. ΙΙ. τὸ ἐπίρρ. -ίως, συγκρ. -ιώτερον, ὑπερθ. -ιώτατα, ἀπαντᾷ καθ’ ἁπάσας τὰς ἀνωτέρω μνημονευθείσας σημασίας, Ξεν. Ἀπομν. 4. 8, 1, κτλ. ΙΙΙ. [[Ζεὺς]] Ἐλ., [[Ζεὺς]] ὁ [[ἐλευθερωτής]], Πινδ. Ο. 12, 1, Σιμωνίδ. 144, Ἡρόδ. 3. 142.
|lstext='''ἐλευθέριος''': -ον, [[ὡσαύτως]] α, ον, Ξεν. Συμπ. 8. 16: ― ὁ ὁμιλῶν ἢ πράττων ὡς [[ἄνθρωπος]] [[ἐλεύθερος]], ὁ ἐλευθεριάζων τοὺς τρόπους· ἔχει δὲ ἡ [[λέξις]] σχέσιν πρὸς τὸ [[ἐλεύθερος]], ὡς τὸ Λατ. liberalis πρὸς τὸ liber, Πλάτ. Γοργ. 485Β, κ. ἀλλ.· ἀνδρεῖοι καὶ ἐλ. ὁ αὐτ. Νόμ. 635C· ἀντίθετον τῷ [[δουλοπρεπής]], Ξεν. Ἀπομν. 2. 8, 4· [[περί]] τινων ζῴων [[οἷον]] τοῦ λέοντος, ἐλ. καὶ ἀνδρεῖα καὶ εὐγενῆ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 321. β) [[κυρίως]] ὁ ἐλευθέρως δίδων, γενναιόδωρος, ἐλ. εἰς χρήματα Ξεν. Συμπ. 4. 15, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 1. 2) ἐπὶ διατριβῆς, ἐπιτηδεύματος ἢ ἐνασχολήσεως, ἁρμόζων, [[πρέπων]] εἰς ἐλεύθερον ἄνδρα, πτηνῶν θήρας... [[ἔρως]] οὐ [[σφόδρα]] ἐλ. Πλάτ. Νόμ. 823Ε· ἐπιστῆμαι ὁ αὐτ. Ἀξ. 369Β· βίου ἐλευθερίου Μένανδ. ἐν «Πλοκίῳ» 7 ([[ἔνθα]] ὁ Meineke ἔχει ἐλευθέρου)· διαγωγὴ Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 5, 8· [[παιδεία]] [[αὐτόθι]] 8. 3, 10· [[πρᾶξις]], ἔργα [[αὐτόθι]] 2. 5, 10· τὸ ἐλευθέριον = [[ἐλευθεριότης]], Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 5· παροιμ., εἰδὲ μή, μηδέποθ’ [[ὕδωρ]] πίοιμι ἐλευθέριον, εἰδεμή, νὰ μὴν ἀξιωθῶ ποτε νὰ ἐλευθερωθῶ, [[ἐπειδὴ]] οἱ δοῦλοι ἐν Ἄργει μόνον ὅτε ἀπηλευθεροῦντο ἠδύναντο νὰ πίωσιν [[ὕδωρ]] ἐκ τῆς πηγῆς Κυνάδρας, Ἀντιφάν. ἐν «Ἀλειπτρίᾳ» 1. 4, πρβλ. Meineke ἐν τόπῳ. 3) ἐπὶ τοῦ ἐξωτερικοῦ, ἐπιβάλλων, [[ἐπιβλητικός]], [[εὐγενής]], [[ἀξιοπρεπής]], [[εὐπρεπής]] τε [[ἰδεῖν]] καὶ ἐλ. Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 22, πρβλ. Ἱππ. 10, 17, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 32. ΙΙ. τὸ ἐπίρρ. -ίως, συγκρ. -ιώτερον, ὑπερθ. -ιώτατα, ἀπαντᾷ καθ’ ἁπάσας τὰς ἀνωτέρω μνημονευθείσας σημασίας, Ξεν. Ἀπομν. 4. 8, 1, κτλ. ΙΙΙ. [[Ζεὺς]] Ἐλ., [[Ζεὺς]] ὁ [[ἐλευθερωτής]], Πινδ. Ο. 12, 1, Σιμωνίδ. 144, Ἡρόδ. 3. 142.
}}
{{bailly
|btext=ος <i>ou</i> α, ον :<br /><b>I. 1</b> qui parle <i>ou</i> agit comme un homme libre, qui a les sentiments d’un homme libre, libéral, généreux ; d’aspect noble <i>en parl. de l’extérieur de certains animaux</i>;<br /><b>2</b> qui convient à un homme libre, libéral : ἐλευθέριοι διατριβαί PLUT les études libérales ; τὸ ἐλευθέριον XÉN le caractère <i>ou</i> les habitudes qui conviennent à un homme libre ; ἐλευθέριοι τέχναι les arts libéraux;<br /><b>II.</b> libérateur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐλεύθερος]].
}}
}}