3,277,055
edits
(6_19) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνευνέτης''': -ου, ὁ, [[σύνευνος]], [[ὁμόλεκτρος]], [[σύζυγος]], [[σύμβιος]], Εὐρ. Μήδ. 240, Ἱππ. 416, κτλ.· ― συνευνέτις, ιδος, ἡ, θηλ., ἡ [[σύζυγος]], ἢ [[παλλακή]], ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 908. | |lstext='''συνευνέτης''': -ου, ὁ, [[σύνευνος]], [[ὁμόλεκτρος]], [[σύζυγος]], [[σύμβιος]], Εὐρ. Μήδ. 240, Ἱππ. 416, κτλ.· ― συνευνέτις, ιδος, ἡ, θηλ., ἡ [[σύζυγος]], ἢ [[παλλακή]], ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 908. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />qui partage la couche d’un autre.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[εὐνή]]. | |||
}} | }} |