Anonymous

διόπτρα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_11)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διόπτρα''': ἡ, ὀπτικόν τι [[ἐργαλεῖον]] πρὸς καταμέτρησιν ὕψους, πρὸς καθορισμὸν τοῦ ἐπιπέδου, κτλ., Πολύβ. 10. 46. 1. ΙΙ. [[πίναξ]] ἐξ ἀργυρολίθου ([[εἶδος]] σχιστολίθου διαφανοῦς) χρησιμεύων διὰ τὰ παράθυρα ἀντὶ ὑάλου, Στράβων 540. ΙΙΙ. = [[διαστολεύς]], Γαλην. 2, 93D.
|lstext='''διόπτρα''': ἡ, ὀπτικόν τι [[ἐργαλεῖον]] πρὸς καταμέτρησιν ὕψους, πρὸς καθορισμὸν τοῦ ἐπιπέδου, κτλ., Πολύβ. 10. 46. 1. ΙΙ. [[πίναξ]] ἐξ ἀργυρολίθου ([[εἶδος]] σχιστολίθου διαφανοῦς) χρησιμεύων διὰ τὰ παράθυρα ἀντὶ ὑάλου, Στράβων 540. ΙΙΙ. = [[διαστολεύς]], Γαλην. 2, 93D.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />ce qui sert à examiner à travers, à distance :<br /><b>1</b> sonde de chirurgien;<br /><b>2</b> quart de cercle pour mesurer les hauteurs <i>ou</i> les distances;<br /><b>3</b> appareil pour viser, ligne de mire, alidade;<br /><b>4</b> vitrage en pierre spéculaire, sorte de talc.<br />'''Étymologie:''' [[διόψομαι]], v. [[διοράω]].
}}
}}