3,277,121
edits
(6_11) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διόπτρα''': ἡ, ὀπτικόν τι [[ἐργαλεῖον]] πρὸς καταμέτρησιν ὕψους, πρὸς καθορισμὸν τοῦ ἐπιπέδου, κτλ., Πολύβ. 10. 46. 1. ΙΙ. [[πίναξ]] ἐξ ἀργυρολίθου ([[εἶδος]] σχιστολίθου διαφανοῦς) χρησιμεύων διὰ τὰ παράθυρα ἀντὶ ὑάλου, Στράβων 540. ΙΙΙ. = [[διαστολεύς]], Γαλην. 2, 93D. | |lstext='''διόπτρα''': ἡ, ὀπτικόν τι [[ἐργαλεῖον]] πρὸς καταμέτρησιν ὕψους, πρὸς καθορισμὸν τοῦ ἐπιπέδου, κτλ., Πολύβ. 10. 46. 1. ΙΙ. [[πίναξ]] ἐξ ἀργυρολίθου ([[εἶδος]] σχιστολίθου διαφανοῦς) χρησιμεύων διὰ τὰ παράθυρα ἀντὶ ὑάλου, Στράβων 540. ΙΙΙ. = [[διαστολεύς]], Γαλην. 2, 93D. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />ce qui sert à examiner à travers, à distance :<br /><b>1</b> sonde de chirurgien;<br /><b>2</b> quart de cercle pour mesurer les hauteurs <i>ou</i> les distances;<br /><b>3</b> appareil pour viser, ligne de mire, alidade;<br /><b>4</b> vitrage en pierre spéculaire, sorte de talc.<br />'''Étymologie:''' [[διόψομαι]], v. [[διοράω]]. | |||
}} | }} |