Anonymous

διάπονος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διάπονος''': -ον, ἐπὶ προσώπων, διαπεπονημένος, ἠσκημένος, τεταλαιπωρημένος, δ. τὰ σώματα Πλούτ. Μαρ. 26· δ. [[πρός]] τι ὁ αὐτ. 2. 135F. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ὁ παρέχων πολὺν πόνον, [[ἐπίπονος]], [[κοπιώδης]]. - Ἐπίρρ. -νως, [[μετὰ]] κόπου καὶ μόχθου, Πλούτ. Φαβ. 1.
|lstext='''διάπονος''': -ον, ἐπὶ προσώπων, διαπεπονημένος, ἠσκημένος, τεταλαιπωρημένος, δ. τὰ σώματα Πλούτ. Μαρ. 26· δ. [[πρός]] τι ὁ αὐτ. 2. 135F. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ὁ παρέχων πολὺν πόνον, [[ἐπίπονος]], [[κοπιώδης]]. - Ἐπίρρ. -νως, [[μετὰ]] κόπου καὶ μόχθου, Πλούτ. Φαβ. 1.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> exercé à la fatigue;<br /><b>2</b> exercé <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[πόνος]].
}}
}}