3,274,919
edits
(6_16) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διάπονος''': -ον, ἐπὶ προσώπων, διαπεπονημένος, ἠσκημένος, τεταλαιπωρημένος, δ. τὰ σώματα Πλούτ. Μαρ. 26· δ. [[πρός]] τι ὁ αὐτ. 2. 135F. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ὁ παρέχων πολὺν πόνον, [[ἐπίπονος]], [[κοπιώδης]]. - Ἐπίρρ. -νως, [[μετὰ]] κόπου καὶ μόχθου, Πλούτ. Φαβ. 1. | |lstext='''διάπονος''': -ον, ἐπὶ προσώπων, διαπεπονημένος, ἠσκημένος, τεταλαιπωρημένος, δ. τὰ σώματα Πλούτ. Μαρ. 26· δ. [[πρός]] τι ὁ αὐτ. 2. 135F. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ὁ παρέχων πολὺν πόνον, [[ἐπίπονος]], [[κοπιώδης]]. - Ἐπίρρ. -νως, [[μετὰ]] κόπου καὶ μόχθου, Πλούτ. Φαβ. 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> exercé à la fatigue;<br /><b>2</b> exercé <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[πόνος]]. | |||
}} | }} |