Anonymous

διχοστατέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_1)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δῐχοστᾰτέω''': (στῆναι) ἵσταμαι [[χωρίς]], διαφωνῶ, διχοστατῶν [[λόγος]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 323, Εὐμ. 386· δ. [[πρός]] τινας Εὐρ. Μηδ. 15, Πλάτ. Πολ. 465Β. ΙΙ. [[τρέφω]] ἀμφιβολίας, Ἀλέξ. Ἀφρ. Προβλ. 1, 1.
|lstext='''δῐχοστᾰτέω''': (στῆναι) ἵσταμαι [[χωρίς]], διαφωνῶ, διχοστατῶν [[λόγος]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 323, Εὐμ. 386· δ. [[πρός]] τινας Εὐρ. Μηδ. 15, Πλάτ. Πολ. 465Β. ΙΙ. [[τρέφω]] ἀμφιβολίας, Ἀλέξ. Ἀφρ. Προβλ. 1, 1.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />être séparé de, gén. ; <i>fig.</i> être en dissentiment, en désaccord : [[πρός]] τινα avec qqn.<br />'''Étymologie:''' [[δίχα]], [[ἵστημι]].
}}
}}