3,277,286
edits
(6_1) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διολισθάνω''': (παρὰ μεταγεν. -αίνω, ἴδε ὀλισθαίνω)˙ μέλλ. -ολισθήσω˙ Ἰων. ἀόρ. -ωλίσθησα Ἱππ. Ἄρθρ. 829. Ὀλισθαίνω διὰ μέσου, «ξεγλιστρῶ», ὑπὸ τοὺς δακτύλους [[αὐτόθι]] 806˙ ἐπὶ μέλους ἐξηρθρωμένου, ὁ αὐτ. 829˙ δ. τινά, [[διαφεύγω]], Ἀριστοφ. Νεφ. 434, Πλάτ. Λυσ. 216C· ἐπ’ [[ἄκρων]] δ. κυμάτων, ἐπὶ πλοίου, Λουκ. Οἴκ. 12˙ ἀπόλ., ὀλισθαίνω καὶ [[φεύγω]], ὁ αὐτ. Ἀναχ. 28. 29˙ δ. τὴν γλῶσσαν, πλημμελῶ, [[ἁμαρτάνω]] ἐν τοῖς λόγοις, ἐπὶ μεθύοντος, ὁ αὐτ. Βίων Πράσ. 12. | |lstext='''διολισθάνω''': (παρὰ μεταγεν. -αίνω, ἴδε ὀλισθαίνω)˙ μέλλ. -ολισθήσω˙ Ἰων. ἀόρ. -ωλίσθησα Ἱππ. Ἄρθρ. 829. Ὀλισθαίνω διὰ μέσου, «ξεγλιστρῶ», ὑπὸ τοὺς δακτύλους [[αὐτόθι]] 806˙ ἐπὶ μέλους ἐξηρθρωμένου, ὁ αὐτ. 829˙ δ. τινά, [[διαφεύγω]], Ἀριστοφ. Νεφ. 434, Πλάτ. Λυσ. 216C· ἐπ’ [[ἄκρων]] δ. κυμάτων, ἐπὶ πλοίου, Λουκ. Οἴκ. 12˙ ἀπόλ., ὀλισθαίνω καὶ [[φεύγω]], ὁ αὐτ. Ἀναχ. 28. 29˙ δ. τὴν γλῶσσαν, πλημμελῶ, [[ἁμαρτάνω]] ἐν τοῖς λόγοις, ἐπὶ μεθύοντος, ὁ αὐτ. Βίων Πράσ. 12. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>att. c.</i> [[διολισθαίνω]]. | |||
}} | }} |