Anonymous

δίχολος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_17)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δίχολος''': -ον, ὁ διπλῆν ἔχων χολήν, πρόβατα ἄχολα ἐν τῷ Πόντῳ φασίν, ἐν δὲ τῇ Νάξῳ τῇ νήσῳ καὶ δίχολα Αἰλ. π. Ζ. 11. 29. ΙΙ. δ. γνῶμαι = διάφοροι, Ἀχαιὸς παρ’ Ἡσυχ. ὅ ἴδε.
|lstext='''δίχολος''': -ον, ὁ διπλῆν ἔχων χολήν, πρόβατα ἄχολα ἐν τῷ Πόντῳ φασίν, ἐν δὲ τῇ Νάξῳ τῇ νήσῳ καὶ δίχολα Αἰλ. π. Ζ. 11. 29. ΙΙ. δ. γνῶμαι = διάφοροι, Ἀχαιὸς παρ’ Ἡσυχ. ὅ ἴδε.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a deux vésicules de fiel.<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[χολή]].
}}
}}