Anonymous

δικαιοπραγέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_20)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δῐκαιοπρᾱγέω''': τὰ δίκαια [[πράττω]], ἀσκῶ δικαιοσύνην, Ἀριστ. Ρητ. 1. 13, 3, Ἠθ. Ν. 5. 9, 2.
|lstext='''δῐκαιοπρᾱγέω''': τὰ δίκαια [[πράττω]], ἀσκῶ δικαιοσύνην, Ἀριστ. Ρητ. 1. 13, 3, Ἠθ. Ν. 5. 9, 2.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />pratiquer la justice.<br />'''Étymologie:''' [[δίκαιος]], [[πράσσω]].
}}
}}