Anonymous

διευθύνω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_3)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διευθύνω''': [ῡ], μέλλ. -ῠνῶ, διορθώνω, ἐπανορθῶ, Λουκ. Προμ. 19. 2) κυβερνῶ, διοικῶ, Μανέθων 4. 90.
|lstext='''διευθύνω''': [ῡ], μέλλ. -ῠνῶ, διορθώνω, ἐπανορθῶ, Λουκ. Προμ. 19. 2) κυβερνῶ, διοικῶ, Μανέθων 4. 90.
}}
{{bailly
|btext=corriger.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[εὐθύνω]].
}}
}}