Anonymous

δρύφακτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_14)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''δρύφακτος''': ὁ, [[φραγμός]] τις κιγκλιδωτὸς ἢ δικτυωτὸν [[διαχώρισμα]] χρησιμεῦον ὡς [[περίφραγμα]] τῶν δικαστηρίων, τοῦ βουλευτηρίου, κτλ., Ἀριστοφ. Σφηξ. 830 συνήθ. κατὰ πληθ., ὡς τὸ Λατ. cancelli, ὑπερεπήδων τοὺς δρ. ὁ αὐτ. Ἱππ. 675· ὑπὸ τοῖς δρ. ὁ αὐτ. Σφηξ. 386· ἐπὶ τοῖς δρ. [[αὐτόθι]] 552, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 55· οὐδ. πληθ. δρύφακτα ἀναφέρεται ὑπὸ τοῦ Δινδ. ἐν Στεφ. Θησαυρ., ἀλλὰ τὸ ἀρσενικὸν ἀπαντᾷ παρ’ Ἀριστοφ. Ἱππ. Πολύβ. (ἴδε κατωτ.), καὶ ἀλλαχοῦ τὸ γένος δὲν δύναται νὰ ὁρισθῇ· πρβλ. [[κιγκλίς]]. 2) καθ’ ἑνικὸν [[καθόλου]], κιγκλίδες, Πολύβ. 1. 22, 6 καὶ 10. (Ὁ Σχολ. τοῦ Ἀριστοφ. Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ. ἑρμηνεύει τὴν λέξιν διὰ τοῦ ὁ ἐκ δρυὸς [[φραγμός]], [[ὥστε]] ἀρχικῶς θὰ ἦτο δρυόφρακτος).
|lstext='''δρύφακτος''': ὁ, [[φραγμός]] τις κιγκλιδωτὸς ἢ δικτυωτὸν [[διαχώρισμα]] χρησιμεῦον ὡς [[περίφραγμα]] τῶν δικαστηρίων, τοῦ βουλευτηρίου, κτλ., Ἀριστοφ. Σφηξ. 830 συνήθ. κατὰ πληθ., ὡς τὸ Λατ. cancelli, ὑπερεπήδων τοὺς δρ. ὁ αὐτ. Ἱππ. 675· ὑπὸ τοῖς δρ. ὁ αὐτ. Σφηξ. 386· ἐπὶ τοῖς δρ. [[αὐτόθι]] 552, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 55· οὐδ. πληθ. δρύφακτα ἀναφέρεται ὑπὸ τοῦ Δινδ. ἐν Στεφ. Θησαυρ., ἀλλὰ τὸ ἀρσενικὸν ἀπαντᾷ παρ’ Ἀριστοφ. Ἱππ. Πολύβ. (ἴδε κατωτ.), καὶ ἀλλαχοῦ τὸ γένος δὲν δύναται νὰ ὁρισθῇ· πρβλ. [[κιγκλίς]]. 2) καθ’ ἑνικὸν [[καθόλου]], κιγκλίδες, Πολύβ. 1. 22, 6 καὶ 10. (Ὁ Σχολ. τοῦ Ἀριστοφ. Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ. ἑρμηνεύει τὴν λέξιν διὰ τοῦ ὁ ἐκ δρυὸς [[φραγμός]], [[ὥστε]] ἀρχικῶς θὰ ἦτο δρυόφρακτος).
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />barre d’un tribunal <i>ou</i> d’un lieu d’assemblée <i>d’ord. au plur.</i><br />'''Étymologie:''' par dissimil. p. *δρύφρακτος, de [[δρῦς]], [[φράσσω]].
}}
}}