Anonymous

δίθυρος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δίθῠρος''': -ον, δύο ἔχων θύρας, Πλούτ. Νουμ. 20· ― ἐπὶ ὀστρακοδέρμων, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4. 4, 3, κτλ.·― δύο ἔχων φύλλα, δ. [[γραμματείδιον]], δίπτυχον, Μένανδ. Μισογ. 7, πρβλ. Λιβάν. Ἐπ. 911 καὶ ἴδε [[πολύθυρος]]·― ἐπὶ σπόρων, οἵτινες διασχίζονται κατὰ τὴν γονιμοποίησιν, καὶ [[διμερής]], Θεόφρ. Ι. Φ. 8. 2, 2. ΙΙ. τὰ δ. ἐν Πολυβ. 27. 1, 6, φαίνεται ὅτι ἦσαν [[θρόνος]] ἢ [[ἕδρα]] [[τιμῆς]], τὸ τοῦ Λιβίου tribunal, Schweigh. ἐν τόπῳ.
|lstext='''δίθῠρος''': -ον, δύο ἔχων θύρας, Πλούτ. Νουμ. 20· ― ἐπὶ ὀστρακοδέρμων, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4. 4, 3, κτλ.·― δύο ἔχων φύλλα, δ. [[γραμματείδιον]], δίπτυχον, Μένανδ. Μισογ. 7, πρβλ. Λιβάν. Ἐπ. 911 καὶ ἴδε [[πολύθυρος]]·― ἐπὶ σπόρων, οἵτινες διασχίζονται κατὰ τὴν γονιμοποίησιν, καὶ [[διμερής]], Θεόφρ. Ι. Φ. 8. 2, 2. ΙΙ. τὰ δ. ἐν Πολυβ. 27. 1, 6, φαίνεται ὅτι ἦσαν [[θρόνος]] ἢ [[ἕδρα]] [[τιμῆς]], τὸ τοῦ Λιβίου tribunal, Schweigh. ἐν τόπῳ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> à deux portes;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> à double feuille (écrit).<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[θύρα]].
}}
}}