Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διχόρροπος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_19)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''δῐχόρροπος''': -ον, ταλαντευόμενος, [[ἀμφιρρεπής]], Α. Β. 37. ― Ἐπίρρ. -πως, ἀμφιρρόπως, ἀμφιβόλως, ἐν χρήσει μόνον παρ’ Αἰσχύλ., οὐ ἢ μὴ δ. Ἀγ. 349, 815, 1272, Ἱκέτ. 605, 982.
|lstext='''δῐχόρροπος''': -ον, ταλαντευόμενος, [[ἀμφιρρεπής]], Α. Β. 37. ― Ἐπίρρ. -πως, ἀμφιρρόπως, ἀμφιβόλως, ἐν χρήσει μόνον παρ’ Αἰσχύλ., οὐ ἢ μὴ δ. Ἀγ. 349, 815, 1272, Ἱκέτ. 605, 982.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[διχορρεπής]].
}}
}}