Anonymous

δνοφερός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_4)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δνοφερός''': -ά, -όν, [[ζοφερός]], [[σκοτεινός]], [[ἀμαυρός]], νὺξ Ὀδ. Ν. 269˙ [[ὕδωρ]] Ἰλ. Ι. 15˙ [[ὡσαύτως]] παρὰ Θεόγν. 243, καὶ Τραγ.˙ μεταφ., δν. κᾶδος Πίνδ. Π. 4. 200˙ [[πένθος]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 536˙ - [[λέξις]] ποιητική˙ [[ἀλλά]], τὸ δνοφερόν, «σκοτεινάδα», «μαυράδα», ἀπαντᾷ παρ’ Ἱππ. 308. 10.
|lstext='''δνοφερός''': -ά, -όν, [[ζοφερός]], [[σκοτεινός]], [[ἀμαυρός]], νὺξ Ὀδ. Ν. 269˙ [[ὕδωρ]] Ἰλ. Ι. 15˙ [[ὡσαύτως]] παρὰ Θεόγν. 243, καὶ Τραγ.˙ μεταφ., δν. κᾶδος Πίνδ. Π. 4. 200˙ [[πένθος]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 536˙ - [[λέξις]] ποιητική˙ [[ἀλλά]], τὸ δνοφερόν, «σκοτεινάδα», «μαυράδα», ἀπαντᾷ παρ’ Ἱππ. 308. 10.
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />sombre, obscur.<br />'''Étymologie:''' [[δνόφος]].
}}
}}