Anonymous

δνοπαλίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_13a)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δνοπᾰλίζω''': μέλλ. -ξω, [[σείω]] βιαίως, [[καταρρίπτω]], ἀνὴρ ἄνδρ’ ἐδνοπάλιζεν Ἰλ. Δ. 472˙ τὰ σὰ ῥάκεα δνοπαλίξεις, «θὰ τυλίξῃς τὰ κουρέλια σου ‘ς τὸ σῶμά σου», Ὀδ. Ξ. 512. - Παθ., γυῖα δνοπαλίζεται, ἐπὶ τοῦ πολύποδος κινοῦντος κατὰ διαφόρους διευθύνσεις τοὺς πλοκάμους του, Ὀππ. Ἁλ. 2. 295. (Συγγενὲς τῷ [[δονέω]]).
|lstext='''δνοπᾰλίζω''': μέλλ. -ξω, [[σείω]] βιαίως, [[καταρρίπτω]], ἀνὴρ ἄνδρ’ ἐδνοπάλιζεν Ἰλ. Δ. 472˙ τὰ σὰ ῥάκεα δνοπαλίξεις, «θὰ τυλίξῃς τὰ κουρέλια σου ‘ς τὸ σῶμά σου», Ὀδ. Ξ. 512. - Παθ., γυῖα δνοπαλίζεται, ἐπὶ τοῦ πολύποδος κινοῦντος κατὰ διαφόρους διευθύνσεις τοὺς πλοκάμους του, Ὀππ. Ἁλ. 2. 295. (Συγγενὲς τῷ [[δονέω]]).
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> δνοπαλίσω;<br />secouer, ébranler : ῥάκεα OD secouer, <i>càd</i> nettoyer et rapiécer des haillons.<br />'''Étymologie:''' DELG [[δονέω]], [[πάλλω]].
}}
}}