Anonymous

δορά: Difference between revisions

From LSJ
163 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_2
(6_9)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δορά''': ἡ, ([[δέρω]]) δέρμα ἐκδαρέν, δορὰ ζῴων, Λατ. pellis, δ. αἰγῶν Θέογν. 55, [[ἔνθα]] ἴδε Brunck θηρῶν Εὐρ. Κύκλ. 330· πτηνῶν, Ἡρόδ. 4. 175· ἀνθρώπων, Πλάτ. Εὐθυδ. 285D, Συμπ. 221Ε. 2) σπανίως ἐπὶ τοῦ δέρματος εὐρισκομένου ἐπὶ τοῦ σώματος, cutis, Ἡλιόδ. 9.18.
|lstext='''δορά''': ἡ, ([[δέρω]]) δέρμα ἐκδαρέν, δορὰ ζῴων, Λατ. pellis, δ. αἰγῶν Θέογν. 55, [[ἔνθα]] ἴδε Brunck θηρῶν Εὐρ. Κύκλ. 330· πτηνῶν, Ἡρόδ. 4. 175· ἀνθρώπων, Πλάτ. Εὐθυδ. 285D, Συμπ. 221Ε. 2) σπανίως ἐπὶ τοῦ δέρματος εὐρισκομένου ἐπὶ τοῦ σώματος, cutis, Ἡλιόδ. 9.18.
}}
{{bailly
|btext=ᾶς (ἡ) :<br />peau écorchée ; peau travaillée (<i>lat.</i> pellis).<br />'''Étymologie:''' R. Δαρ, écorcher ; cf. [[δέρω]].
}}
}}