3,276,318
edits
(6_9) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δορά''': ἡ, ([[δέρω]]) δέρμα ἐκδαρέν, δορὰ ζῴων, Λατ. pellis, δ. αἰγῶν Θέογν. 55, [[ἔνθα]] ἴδε Brunck θηρῶν Εὐρ. Κύκλ. 330· πτηνῶν, Ἡρόδ. 4. 175· ἀνθρώπων, Πλάτ. Εὐθυδ. 285D, Συμπ. 221Ε. 2) σπανίως ἐπὶ τοῦ δέρματος εὐρισκομένου ἐπὶ τοῦ σώματος, cutis, Ἡλιόδ. 9.18. | |lstext='''δορά''': ἡ, ([[δέρω]]) δέρμα ἐκδαρέν, δορὰ ζῴων, Λατ. pellis, δ. αἰγῶν Θέογν. 55, [[ἔνθα]] ἴδε Brunck θηρῶν Εὐρ. Κύκλ. 330· πτηνῶν, Ἡρόδ. 4. 175· ἀνθρώπων, Πλάτ. Εὐθυδ. 285D, Συμπ. 221Ε. 2) σπανίως ἐπὶ τοῦ δέρματος εὐρισκομένου ἐπὶ τοῦ σώματος, cutis, Ἡλιόδ. 9.18. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ᾶς (ἡ) :<br />peau écorchée ; peau travaillée (<i>lat.</i> pellis).<br />'''Étymologie:''' R. Δαρ, écorcher ; cf. [[δέρω]]. | |||
}} | }} |