Anonymous

διπλασιάζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διπλᾰσιάζω''': μέλλ. -άσω, ποιῶ τι διπλάσιον, Λυσ. 211, Πλάτ. Νόμ. 920Α. - Παθ., Ξεν. Ἀγησ. 5, 1· πρβλ. [[διπλάζω]]. ΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι [[διπλάσιος]] τὸν ὄγκον ἢ τὸ [[μέγεθος]], τινὸς Διόδ. 4. 84.
|lstext='''διπλᾰσιάζω''': μέλλ. -άσω, ποιῶ τι διπλάσιον, Λυσ. 211, Πλάτ. Νόμ. 920Α. - Παθ., Ξεν. Ἀγησ. 5, 1· πρβλ. [[διπλάζω]]. ΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι [[διπλάσιος]] τὸν ὄγκον ἢ τὸ [[μέγεθος]], τινὸς Διόδ. 4. 84.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> διπλασιάσω;<br /><b>1</b> doubler, acc.;<br /><b>2</b> rapporter le double;<br /><b>3</b> <i>t. de gramm.</i> redoubler.<br />'''Étymologie:''' [[διπλάσιος]].
}}
}}