Anonymous

διφθέρα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_9)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διφθέρα''': ἡ, ([[δέφω]]) δέρμα κατειργασμένον, «πετζί», [[τεμάχιον]] δέρματος, Ἡρόδ. 1. 194 κ. ἀλλ.· διφθέραι ῥητῶς ἀντιτίθενται πρὸς τὰς δέρρεις (δοραὶ ἀκατέργαστοι καὶ [[μετὰ]] τῶν τριχῶν), Θουκ. 2. 75· -αἱ διφθέραι ἐχρησίμευον ὡς [[χάρτης]] διὰ γραφὴν κατὰ τοὺς ἀρχαίους χρόνους, πρὶν εἰσαχθῇ ὁ [[πάπυρος]]· καὶ τὸ [[ὄνομα]] διετηρήθη καὶ [[μετὰ]] τὴν μεταβολὴν τοῦ ὑλικοῦ, τὰς βύβλους διφθέρας καλέουσι ἀπὸ τοῦ παλαιοῦ οἱ Ἴωνες Ἡρόδ. 5. 58· δ. μελεγγραφεῖς Εὐρ. Ἀποσπ. 629· ὁ Κτησίας καλεῖ τὰ τῶν βασιλέων τῆς Περσίας χρονικά, δ. βασιλικάς, Διόδ. 2. 32· δ. ἱεραί, ἐν Καρχηδόνι, Πλούτ. 2. 942C· ἔτι δὲ καὶ χαλκαῖ δ., [[αὐτόθι]] 297A· πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 175· παροιμ., ἀρχαιότερα τῆς διφθέρας λέγεις Παροιμιογρ.· περιβάλλειν βιβλία διφθέρᾳ Λουκ. Ἀπαιδ. 16. ΙΙ. πᾶν ὅ,τι εἶνε κατεσκευασμένον ἐκ δερμάτων, δερμάτινον [[ἱμάτιον]], [[οἷον]] ἐφόρουν οἱ χωρικοί, Ἀριστοφ. Νεφ. 72, Πλάτ. Κρίτωνι 53D, Λουκ. Τίμ. 6 καὶ 38, Ἀρρ. Ἀν. 7. 9, κτλ.· [[κυρίως]] ἐκ δερμάτων αἰγῶν κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[μηλωτή]], Ἀμμών. 2) [[πήρα]], [[σάκκος]], Ξεν. Ἀν. 5. 2, 12. 3) κατὰ πληθ., δέρματα ἐν χρήσει ὡς σκηναί, Λατ. pelles, [[αὐτόθι]] 1. 5, 10, Φύλαρχ. παρ’ Ἀθην. 539C, πρβλ. Ἡρόδ. 7. 77.
|lstext='''διφθέρα''': ἡ, ([[δέφω]]) δέρμα κατειργασμένον, «πετζί», [[τεμάχιον]] δέρματος, Ἡρόδ. 1. 194 κ. ἀλλ.· διφθέραι ῥητῶς ἀντιτίθενται πρὸς τὰς δέρρεις (δοραὶ ἀκατέργαστοι καὶ [[μετὰ]] τῶν τριχῶν), Θουκ. 2. 75· -αἱ διφθέραι ἐχρησίμευον ὡς [[χάρτης]] διὰ γραφὴν κατὰ τοὺς ἀρχαίους χρόνους, πρὶν εἰσαχθῇ ὁ [[πάπυρος]]· καὶ τὸ [[ὄνομα]] διετηρήθη καὶ [[μετὰ]] τὴν μεταβολὴν τοῦ ὑλικοῦ, τὰς βύβλους διφθέρας καλέουσι ἀπὸ τοῦ παλαιοῦ οἱ Ἴωνες Ἡρόδ. 5. 58· δ. μελεγγραφεῖς Εὐρ. Ἀποσπ. 629· ὁ Κτησίας καλεῖ τὰ τῶν βασιλέων τῆς Περσίας χρονικά, δ. βασιλικάς, Διόδ. 2. 32· δ. ἱεραί, ἐν Καρχηδόνι, Πλούτ. 2. 942C· ἔτι δὲ καὶ χαλκαῖ δ., [[αὐτόθι]] 297A· πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 175· παροιμ., ἀρχαιότερα τῆς διφθέρας λέγεις Παροιμιογρ.· περιβάλλειν βιβλία διφθέρᾳ Λουκ. Ἀπαιδ. 16. ΙΙ. πᾶν ὅ,τι εἶνε κατεσκευασμένον ἐκ δερμάτων, δερμάτινον [[ἱμάτιον]], [[οἷον]] ἐφόρουν οἱ χωρικοί, Ἀριστοφ. Νεφ. 72, Πλάτ. Κρίτωνι 53D, Λουκ. Τίμ. 6 καὶ 38, Ἀρρ. Ἀν. 7. 9, κτλ.· [[κυρίως]] ἐκ δερμάτων αἰγῶν κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[μηλωτή]], Ἀμμών. 2) [[πήρα]], [[σάκκος]], Ξεν. Ἀν. 5. 2, 12. 3) κατὰ πληθ., δέρματα ἐν χρήσει ὡς σκηναί, Λατ. pelles, [[αὐτόθι]] 1. 5, 10, Φύλαρχ. παρ’ Ἀθην. 539C, πρβλ. Ἡρόδ. 7. 77.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> peau apprêtée;<br /><b>II.</b> tout objet en peau :<br /><b>1</b> vêtement de peau (pour les gens de la campagne et les esclaves);<br /><b>2</b> tente <i>ou</i> abri de cuir;<br /><b>3</b> sac de cuir;<br /><b>4</b> sorte de parchemin pour écrire ; <i>au plur.</i> [[αἱ]] διφθέραι papiers écrits ; <i>p. ext.</i> διφθέραι χαλκαῖ PLUT plaques de cuivre (pour graver des caractères d’écriture).<br />'''Étymologie:''' DELG [[δέψω]].
}}
}}