3,274,216
edits
(6_1) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δοκεύω''': ([[δέχομαι]]) τηρῶ, παρατηρῶ, παραφυλάττω, ἑλισσόμενόν τε δοκεύει ὁ [[κύων]], προφυλακτικῶς παρατηρεῖ τὸν κάπρον στρεφόμενον, Ἰλ. Θ. 340· οὕτω, Θόωνα μεταστρεφθέντα δοκεύσας Ν. 545· Ἄμφικλον ἐφορμηθέντα δοκεύσας Ζ. 313 τὸν προύχοντα δοκεύει, παρατήρει τὸν πρὸ [[αὐτοῦ]] ἐν τῷ δρομικῷ ἀγῶνι, Ψ. 325· ἐπὶ τῆς [[μεγάλης]] Ἄρκτου, ἢ τ’… Ὠρίωνα δοκεύει, παραφυλάττει τὸν κυνηγὸν Ὠρίωνα, Ἰλ. Σ. 488. Ὀδ. Ε. 274· λόχμαισι δ., ἐνεδρεύει αὐτοὺς ἐν…, Πίνδ. Ο. 10. 36 (9. 30)· νιν. ὄψεται δοκεύοντα, θὰ ἴδη αὐτὸν κατασκοπεύοντα, κατοπτεύοντα. Εὐρ. Βάκχ. 984· ἃ μὴ [[θέμις]] οὐκ ἐδόκευσα, δὲν ἐπετηρῶ, [[βλέπω]], [[συχν]]. παρὰ Νόνν. καὶ ἐν τῇ Ἀνθ.· [[ὡσαύτως]], [[σκέπτομαι]], Ὀρφ. Ἄργον. 894. | |lstext='''δοκεύω''': ([[δέχομαι]]) τηρῶ, παρατηρῶ, παραφυλάττω, ἑλισσόμενόν τε δοκεύει ὁ [[κύων]], προφυλακτικῶς παρατηρεῖ τὸν κάπρον στρεφόμενον, Ἰλ. Θ. 340· οὕτω, Θόωνα μεταστρεφθέντα δοκεύσας Ν. 545· Ἄμφικλον ἐφορμηθέντα δοκεύσας Ζ. 313 τὸν προύχοντα δοκεύει, παρατήρει τὸν πρὸ [[αὐτοῦ]] ἐν τῷ δρομικῷ ἀγῶνι, Ψ. 325· ἐπὶ τῆς [[μεγάλης]] Ἄρκτου, ἢ τ’… Ὠρίωνα δοκεύει, παραφυλάττει τὸν κυνηγὸν Ὠρίωνα, Ἰλ. Σ. 488. Ὀδ. Ε. 274· λόχμαισι δ., ἐνεδρεύει αὐτοὺς ἐν…, Πίνδ. Ο. 10. 36 (9. 30)· νιν. ὄψεται δοκεύοντα, θὰ ἴδη αὐτὸν κατασκοπεύοντα, κατοπτεύοντα. Εὐρ. Βάκχ. 984· ἃ μὴ [[θέμις]] οὐκ ἐδόκευσα, δὲν ἐπετηρῶ, [[βλέπω]], [[συχν]]. παρὰ Νόνν. καὶ ἐν τῇ Ἀνθ.· [[ὡσαύτως]], [[σκέπτομαι]], Ὀρφ. Ἄργον. 894. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=observer, épier, attendre comme en embuscade, acc..<br />'''Étymologie:''' R. Δοκ, cf. [[δοκέω]]. | |||
}} | }} |