Anonymous

δρυοτόμος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_14)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δρυοτόμος''': ὁ, [[ξυλοκόπος]], [[ξυλοσχίστης]], Αἴσωπ., κτλ. [δρῦ- ἐν ἄρσει, Κόϊντ. Σμ. 1. 250]. - Πρβλ. Κόντ. Γλωσσ. Παρατ. σ. 319.
|lstext='''δρυοτόμος''': ὁ, [[ξυλοκόπος]], [[ξυλοσχίστης]], Αἴσωπ., κτλ. [δρῦ- ἐν ἄρσει, Κόϊντ. Σμ. 1. 250]. - Πρβλ. Κόντ. Γλωσσ. Παρατ. σ. 319.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />charpentier.<br />'''Étymologie:''' [[δρῦς]], [[τέμνω]].
}}
}}