Anonymous

δουλοσύνη: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_8)
(Bailly1_2)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''δουλοσύνη''': ἡ [[δουλεία]], Ὀδ. Χ. 423, Πίνδ. ΙΙ.12. 27. Αἰσχύλ, Θήβ. 112, Εὐρ. Φοιν. 200· [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἡροδ. 1. 129, κ. ἀλλ.· ἀλλὰ [[δουλεία]] [[εἶναι]] ὁ [[τύπος]] ὁ παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ. ἐν χρήσει.
|lstext='''δουλοσύνη''': ἡ [[δουλεία]], Ὀδ. Χ. 423, Πίνδ. ΙΙ.12. 27. Αἰσχύλ, Θήβ. 112, Εὐρ. Φοιν. 200· [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἡροδ. 1. 129, κ. ἀλλ.· ἀλλὰ [[δουλεία]] [[εἶναι]] ὁ [[τύπος]] ὁ παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ. ἐν χρήσει.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />servitude.<br />'''Étymologie:''' [[δοῦλος]].
}}
}}