Anonymous

διατρώγω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_13a)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διατρώγω''': μέλλ. -τρώξομαι· ἀόρ. -έτραγον· -διὰ τῶν ὀδόντων [[κατακόπτω]] ὁλόκληρον· ῥοκανίζω ἐντελῶς, τὸ [[δίκτυον]] Ἀριστοφ. Σφηξ. 164, 368· τὰς νευρὰς Ἀριστ. Ρητ. 2.24,6· καταμασῶ, Πλάτ. Κωμ. Φα. 1.10. 2) [[μετὰ]] γεν. πράγμ., [[τρώγω]] ἔκ τινος, Αἰλ. Π. Ἱστ. 1.10.
|lstext='''διατρώγω''': μέλλ. -τρώξομαι· ἀόρ. -έτραγον· -διὰ τῶν ὀδόντων [[κατακόπτω]] ὁλόκληρον· ῥοκανίζω ἐντελῶς, τὸ [[δίκτυον]] Ἀριστοφ. Σφηξ. 164, 368· τὰς νευρὰς Ἀριστ. Ρητ. 2.24,6· καταμασῶ, Πλάτ. Κωμ. Φα. 1.10. 2) [[μετὰ]] γεν. πράγμ., [[τρώγω]] ἔκ τινος, Αἰλ. Π. Ἱστ. 1.10.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> διατρώξομαι, <i>ao.2</i> διέτραγον;<br />ronger, acc..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[τρώγω]].
}}
}}